αποστήθισμα κ. (λογ.) αποστήθιση
η μηχανική ενέργεια ατόμου, που βρίσκεται σε δίαιτα, να αφαιρεί το στήθος από το κοτόπουλο και να το βάζει στο πιάτο του, διότι είναι το μόνο που του επιτρέπεται να τρώει || η μηχανική ενέργεια οποιουδήποτε νορμάλ ατόμου να τρώει οτιδήποτε άλλο στο κοτόπουλο, εκτός από το στήθος (που άλλωστε, για τα κοτόπουλα των ορνιθοτροφείων, δεν διαφέρει σε γεύση απ' τις χαρτοπετσέτες του τραπεζιού)
ΣΗΜ Έχει προταθεί και ορθογράφηση σε -ηση για αποφυγή σύγχυσης με την αποστήθιση "μηχανική απομνημόνευση" κατά το σχήμα άνθηση/άνθιση και υποχωρητικό σχηματισμό ρήματος αποστηθώ.