Από το Oxford Dictionary of English:
Η λέξη είναι σανσκριτική, είναι αβατάρα στα σανσκριτικά και σημαίνει την κατάβαση κάποιου θείου όντος στη γη, με πιο γνωστές τις καταβάσεις του Βισνού. Όταν μπήκε η λέξη στη γλώσσα των κομπιουτεράδων, από τα παιχνίδια πρώτα και από τα φόρουμ στη συνέχεια, το πιθανότερο είναι ότι δεν γνώριζαν ότι η λέξη έχει μεγάλη ιστορία και ότι στη σχετική φιλολογία ήταν ήδη καθιερωμένη σαν αβατάρα. Όχι μόνο σε νεότερες εγκυκλοπαίδειες (Πάπυρο), αλλά και στην ΜΜΕ πριν από 80 χρόνια έγραφαν: «οι βραχμάνοι ανεγνώριζον τον Βούδδαν ως αβατάραν του Βισνού». Αιτιατική και με το «ν» της!
Οι κομπιουτεράδες πάτησαν στο αγγλικό, το έκαναν «το άβαταρ» και από ουδέτερο δεν έδειξε διάθεση να εξελληνιστεί.
Τώρα ο Φαροφύλακας στη Λέσχη προτείνει να πούμε αβατάριο: «μερικές λέξεις έχουν τόσο ιδιαίτερη καταγωγή και διαδρομή μέσα από φιλοσοφίες και γλώσσες, που είναι καλύτερο απλά να εξελληνίσεις την μορφή τους αντί να δημιουργείς λεκτικά αντίστοιχα».
Συμφωνώ, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί να πρέπει να φτιάξουμε υποκοριστικό. Επίσης δεν καταλαβαίνω γιατί να φτιάξουμε μια εντελώς διαφορετική λέξη. Το λέω γιατί η πρόταση της ΕΛΕΤΟ στο teleterm είναι προσώπημα. Με την αναμενόμενη διάδοση.
avatar
noun
1 chiefly Hinduism a manifestation of a deity or released soul in bodily form on earth; an incarnate divine teacher.
2 an incarnation, embodiment, or manifestation of a person or idea: he set himself up as a new avatar of Arab radicalism.
3 Computing a movable icon representing a person in cyberspace or virtual reality graphics.
ORIGIN
from Sanskrit avatāra 'descent', from ava 'down' + tar- 'to cross'.
noun
1 chiefly Hinduism a manifestation of a deity or released soul in bodily form on earth; an incarnate divine teacher.
2 an incarnation, embodiment, or manifestation of a person or idea: he set himself up as a new avatar of Arab radicalism.
3 Computing a movable icon representing a person in cyberspace or virtual reality graphics.
ORIGIN
from Sanskrit avatāra 'descent', from ava 'down' + tar- 'to cross'.
Η λέξη είναι σανσκριτική, είναι αβατάρα στα σανσκριτικά και σημαίνει την κατάβαση κάποιου θείου όντος στη γη, με πιο γνωστές τις καταβάσεις του Βισνού. Όταν μπήκε η λέξη στη γλώσσα των κομπιουτεράδων, από τα παιχνίδια πρώτα και από τα φόρουμ στη συνέχεια, το πιθανότερο είναι ότι δεν γνώριζαν ότι η λέξη έχει μεγάλη ιστορία και ότι στη σχετική φιλολογία ήταν ήδη καθιερωμένη σαν αβατάρα. Όχι μόνο σε νεότερες εγκυκλοπαίδειες (Πάπυρο), αλλά και στην ΜΜΕ πριν από 80 χρόνια έγραφαν: «οι βραχμάνοι ανεγνώριζον τον Βούδδαν ως αβατάραν του Βισνού». Αιτιατική και με το «ν» της!
Οι κομπιουτεράδες πάτησαν στο αγγλικό, το έκαναν «το άβαταρ» και από ουδέτερο δεν έδειξε διάθεση να εξελληνιστεί.
Τώρα ο Φαροφύλακας στη Λέσχη προτείνει να πούμε αβατάριο: «μερικές λέξεις έχουν τόσο ιδιαίτερη καταγωγή και διαδρομή μέσα από φιλοσοφίες και γλώσσες, που είναι καλύτερο απλά να εξελληνίσεις την μορφή τους αντί να δημιουργείς λεκτικά αντίστοιχα».
Συμφωνώ, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί να πρέπει να φτιάξουμε υποκοριστικό. Επίσης δεν καταλαβαίνω γιατί να φτιάξουμε μια εντελώς διαφορετική λέξη. Το λέω γιατί η πρόταση της ΕΛΕΤΟ στο teleterm είναι προσώπημα. Με την αναμενόμενη διάδοση.