Στην στρατιωτική ορολογία υπάρχουν κάποια confusable words.
Ω ναι… Και οι τοπικές παραλλαγές τα κάνουν όλα χειρότερα.
Πριν από λίγες ημέρες προήχθη, λέει, ο ηγέτης της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ σε υψηλόβαθμο αξιωματικό του ρωσικού στρατού. Προσπερνώντας τα πολυάριθμα εγκλήματα πολέμου για τα οποία κατηγορούνται ο εν λόγω άνδρας και οι στρατιώτες του, καθώς και τις πολιτικές προεκτάσεις της προαγωγής του, θα εστιάσω στο γλωσσικό θέμα: ποιον ακριβώς βαθμό κατέχει ο Καντίροφ;
«Αντιστράτηγο» γράφουν κάποια μέσα ενημέρωσης και
«υποστράτηγο» κάποια άλλα· μερικοί συντάκτες μάλιστα, μάλλον μπερδεμένοι,
κάνουν λόγο για σκέτο «στρατηγό». Γενικώς
(generally) υπάρχει μια σύγχυση, για την οποία ευθύνεται μια ιδιαιτερότητα της ρωσικής στρατιωτικής ιεραρχίας. Ας πιάσουμε όμως το θέμα από την αρχή.
Στον Ελληνικό Στρατό, οι τέσσερις βαθμοί ανώτατων αξιωματικών είναι (με αύξουσα ιεραρχικά σειρά) αυτοί του
ταξιάρχου, του
υποστρατήγου, του
αντιστρατήγου και του
στρατηγού· είθισται ο ταξίαρχος να διοικεί ταξιαρχία, ο υποστράτηγος μεραρχία και ο αντιστράτηγος σώμα στρατού, ενώ ο καταληκτικός βαθμός του στρατηγού —όπως και οι αντίστοιχοι του ναυάρχου στο Πολεμικό Ναυτικό και του πτεράρχου στην Πολεμική Αεροπορία— χρησιμοποιείται πλέον μόνο για τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (Α/ΓΕΕΘΑ), τον επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας.
(Στην εικόνα ο νυν αρχηγός, στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος· τα τέσσερα «αδαμάντινα» αστέρια στις επωμίδες δείχνουν τον βαθμό του.) Οι τρεις ανώτατοι βαθμοί φέρουν τον τίτλο του στρατηγού, που σημαίνει ότι δεν προσφωνούνται «κύριε [
βαθμός στην κλητική]» αλλά «στρατηγέ μου»… με εξαίρεση τον Αρχηγό, που προσφωνείται «κ. Αρχηγέ», κι ας είναι ο μόνος πραγματικός στρατηγός στη χώρα. Χμ.
Στον Βρετανικό Στρατό, οι τέσσερις ανώτατοι βαθμοί ονομάζονται αντίστοιχα
brigadier (όπου
brigade είναι η ταξιαρχία),
major general,
lieutenant general και
general (συν έναν πέμπτο, τον
field marshal, τον αλλοτινό δικό μας
στρατάρχη, ο οποίος χρησιμοποιείται πλέον σπάνια). Στον δε Αμερικανικό Στρατό οι τέσσερις βαθμοί έχουν τα ίδια ονόματα, μόνο που αυτός του ταξιάρχου λέγεται
brigadier general αντί για σκέτο
brigadier. Αυτό δείχνει ότι λογίζεται για βαθμός στρατηγού, κάτι που ισχύει σε κάποιους στρατούς και δεν ισχύει σε άλλους, όπως τον βρετανικό ή τον δικό μας· σε κάθε περίπτωση, οι δύο βαθμοί θεωρούνται ίσοι.
Τα παραπάνω ονόματα προκύπτουν από τη χρήση του
general ως τιμητικού επιθέτου για έναν αξιωματικό με ενισχυμένο ρόλο σε ένα στράτευμα· το επίθετο έμπαινε μετά από το ουσιαστικό κατά τον γαλλικό τρόπο, όπως στα πιο γνώριμα
director general («γενικός διευθυντής»),
secretary general («γενικός γραμματέας») και
governor general («γενικός κυβερνήτης», αν και το έχω συναντήσει μεταφρασμένο ως «κυβερνήτης στρατηγός»!). Στους μεσαιωνικούς στρατούς λοιπόν, η βασική μονάδα ήταν ο λόχος, υπό την ηγεσία ενός
captain («κεφαλή», ελλ.
λοχαγός) και ενός
lieutenant («αναπληρωτής», ελλ.
υπολοχαγός), και τρίτο στην ιεραρχία τον
sergeant («υπηρέτης», ελλ.
λοχίας), που δεν ήταν αξιωματικός αλλά έμπειρος στρατιώτης και είχε διαχειριστικό κυρίως ρόλο. Όταν στη σύγχρονη περίοδο καθιερώθηκαν τα συντάγματα, αυτοί οι βαθμοί έγιναν
colonel («φαλαγγάρχης», ελλ.
συνταγματάρχης),
lieutenant colonel (
αντισυνταγματάρχης) και
sergeant major (
ταγματάρχης, όπου το
major υποδήλωνε επιτελική θέση· επρόκειτο πια για αξιωματικό, οπότε το
sergeant εξέπεσε από τη χρήση). Προσθέστε το «γενικός» σε κάποιους απ' αυτούς τους τίτλους και καταλήγετε με
captain general (που τον 18ο αιώνα είχε πια χάσει το
captain και έμεινε μονάχο το
general),
lieutenant general και
sergeant major general (που κι αυτό έχασε το
sergeant).
Και κάπως έτσι εξηγείται η μυστηριώδης κατάσταση να προηγείται ο lieutenant general του major general, παρότι ο lieutenant είναι δύο βαθμούς κάτω από τον major.
Τα παραπάνω βέβαια αφορούν τους σημερινούς αγγλικούς βαθμούς και αποτελούν απλουστευμένη εικόνα μιας περίπλοκης εξέλιξης της στρατιωτικής οργάνωσης και ονομάτων σε διαφορετικές χώρες και γλώσσες, με επιρροές προς διάφορες κατευθύνσεις.
(Παραβλέπεται επίσης ο τρόπος που αρχικά οι βαθμοί ήταν ad hoc τίτλοι που προέκυπταν από τη διοίκηση ενός συγκεκριμένου λόχου ή συντάγματος, και μόνο σχετικά πρόσφατα έφτασε η διοίκηση να δίνεται σε κάποιον που ήδη κατείχε τον σχετικό βαθμό, στο πλαίσιο των ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας συνολικά.) Αρκεί εδώ ν' αναφερθεί ότι σε κάποιες χώρες χρησιμοποιήθηκε, αντί του
captain general, ο βαθμός
colonel general ως αντίστοιχος του στρατηγού· ένα παράδειγμα είναι η προπολεμική Γερμανία με τον
Generaloberst (καθώς και η Ανατολική Γερμανία πριν την επανένωση με τη Δυτική), αρχικά τιμητικό βαθμό που αργότερα απέκτησε κανονική χρήση.
Ίσως από εκεί προέκυψε ο σοβιετικός βαθμός του генерал-полковник («γκενεράλ πολκόβνικ») το 1940, όπου «πολκόβνικ» είναι ο συνταγματάρχης στα ρωσικά, όπως ακριβώς ο «όμπερστ» στα γερμανικά. Το παράξενο όμως είναι ότι στη Σοβιετική Ένωση ο βαθμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στον генерал армии («γκενεράλ άρμιι») και τον генерал-лейтенант («γκενεράλ λεϊτενάντ»). Αν λοιπόν ο «γκενεράλ άρμιι» είναι «στρατηγός τεσσάρων αστέρων» (
four-star general), όπως θα έλεγε ένας Αμερικανός βάσει των διακριτικών που χρησιμοποιεί αυτός ο βαθμός (τόσο στις ΗΠΑ όσο και
σε πολλές άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα), και επομένως αντιστοιχεί στον δικό μας στρατηγό, τότε ο «γκενεράλ πολκόβνικ» είναι τριών αστέρων, όπως ο δικός μας αντιστράτηγος, και ο «γκενεράλ λεϊτενάντ» είναι δύο αστέρων, όπως ο δικός μας υποστράτηγος, παρότι το όνομα σχετίζεται με το αγγλικό
lieutenant general, που σημαίνει αντιστράτηγος. Παρομοίως, ο генерал-майор παραπέμπει στον
major general, τον υποστράτηγο των Δυτικών, όμως αποτελεί βαθμό ενός αστέρα που αντιστοιχεί στον δικό μας ταξίαρχο. (Ο ταξίαρχος των Ρώσων καταργήθηκε το 1798.) Το σοβιετικό σύστημα διατηρείται, τουλάχιστον ως προς αυτό το κομμάτι, στον ρωσικό στρατό, καθώς και στις περισσότερες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Η Γεωργία, η Μολδαβία, η Ουκρανία και οι χώρες της Βαλτικής έχουν υιοθετήσει διαφορετική ονοματολογία, σχεδόν όλες στα αγγλοσαξονικά πρότυπα.
Όπως φαίνεται στο διάγραμμα, οι ρωσικοί όροι αποδίδονται στα αγγλικά με βάση την ετυμολογία και όχι την αντιστοιχία των βαθμών, κάτι που συχνά προκαλεί σύγχυση. Στα ελληνικά όμως, δεδομένων των διαφορών της ορολογίας από την αντίστοιχη αγγλική, δεν μοιάζει και πολύ πρακτικό να δημιουργήσουμε κάποιον καινούργιο όρο για να περιγράψουμε τον βαθμό του Καντίροφ. Εφόσον χρησιμοποιούμε ορολογία βασισμένη στην ελληνική στρατιωτική ιεραρχία, θα κάνουμε τη μετάφραση απευθείας από τα ρώσικα και θα πούμε ότι είναι αντιστράτηγος…
…όχι ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος θ' αναφερθεί συχνά με τον βαθμό του, βέβαια.