Γίνεται συσκότιση των όρων και των σημασιών τους.
Οι όροι «πρόσφυγας» και «αιτών άσυλο» έχουν σαφές νομικό περιεχόμενο και ορθώς δεν πρέπει να γίνεται χρήση άλλων όρων για να περιγραφούν οι συγκεκριμένες ιδιότητες — όπως επίσης δεν μπορεί να γίνει χρήση τους για περιγραφή καταστάσεων που καμία σχέση με την εν λόγω ιδιότητες έχουν. Οι δύο αυτοί όροι περιγράφουν στα καθ' ημάς δύο διαφορετικές φάσεις της
κατάστασης — διότι οι πρόσφυγες που εισέρχονται ή βρίσκονται στην Ελλάδα υπόκεινται σε διαδικασία αίτησης ασύλου. Για τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο υπάρχουν ορισμοί στη Σύμβαση της Γενεύης (ΝΔ 3989/1959) και το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης (ΑΝ 389/1968), οι δε ιδιότητες αυτές μπορεί να αποκτηθούν και
τα άτομα εγκατέλειψαν τη χώρα τους, εάν στο ενδιάμεσο διάστημα έλαβαν χώρα δυσμενείς για αυτά μεταγενέστερες εξελίξεις.
Ο όρος «μετανάστης» είναι ένα γενικό υπερώνυμο για όλους τους μετανάστες. Δεν εξυπηρετεί καθόλου αν κάποιος θέλει να αναφερθεί σε συγκεκριμένη μεταναστευτική υποομάδα, οπότε δεν έχει και ιδιαίτερα μεγάλη χρησιμότητα για να γίνει «
».
για την εγκατάλειψη μιας χώρας, κι όχι με βάση τον τρόπο εισόδου στη χώρα. Καθότι ένας αριθμός οικονομικών μεταναστών ακολουθεί τις νόμιμες διατυπώσεις κι ένας άλλος όχι, πάλι κι εδώ τίθεται ένα θέμα για το πώς θα γίνει «
». Ναι, φυσικά και αυτός είναι γενικότερα οικονομικός μετανάστης· και σκέτα μετανάστης· και άνθρωπος, φυσικά. Αλλά σε πολλές χρήσεις δεν αρκεί ένα γενικόλογο υπερώνυμο — παρόλο που ο όρος «οικονομικός μετανάστης» είναι ο κατεξοχήν χρησιμοποιούμενος ως παραπληρωματικός του «πρόσφυγας» για όσους δεν έχουν ακολουθήσει τη νόμιμη διαδικασία εισόδου σε μια χώρα. Επίσης, εδώ υπάρχει και το εξής θέμα: Λέγεται και γράφεται συχνά ότι τα όρια μεταξύ του πρόσφυγα και του οικονομικού μετανάστη σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυσδιάκριτα — και όντως αυτό ισχύει. Όμως το πολύ περιπτωσιολογικό και πολύ συγκεκριμένο «σε ορισμένες περιπτώσεις» γίνεται πανεύκολα επιχείρημα για γενική άρση
διάκρισης μεταξύ των δύο όρων — πράγμα παράλογο. Και, για να 'μαστε ειλικρινείς, και πολύ ύπουλο. Είναι το ίδιο με το να πούμε ότι κάποια άτομα παίρνουν διαζύγιο επειδή είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας αλλά κατηγοριοποιούνται ή αυτοεντάσοσνται στην κατηγορία «διαζευγμένοι» αντί «θύματα ενδοοικογενειακής βίας», επομένως τα όρια μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών είναι δυσδιάκριτα οπότε στην πράξη ανύπαρκτα κι άρα μπορούμε να λέμε «διαζευγμένος/η» και «θύμα ενδοοικογενειακής βίας» ως πλήρως εναλλακτά.
Τελικά λοιπόν το ζουμί είναι η απόδοση του όρου «illegal immigrant». Δηλαδή, ενώ είναι εντάξει να πούμε και να γράψουμε «νόμιμος μετανάστης», δεν υπάρχει τρόπος να διατυπώσουμε το αντώνυμό του με όρο «παράνομο» ή «έκνομο» ή «μη-νόμιμο» ή «μη-σύννομο»· υπάρχει ο όρος «irregular immigrant» o οποίος αποδίδεται «παράτυπος μετανάστης» κι είναι αυτός που χρησιμοποιείται στις συγκεκριμένες περιπτώσεις — παρόλο που «παράνομη είσοδος» σε μια χώρα σαφώς και υφίσταται ως όρος και χρησιμοποιείται.
asylum seekers|Αιτούντες Άσυλο. Άτομα που αναζητούν να επιτραπεί η είσοδό τους σε μια χώρα, ως πρόσφυγες,και βρίσκονται σε αναμονή της απόφασης της αίτησής τους για να αποκτήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα, υπό τις σχετικές διεθνείς και εθνικές οδηγίες. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης πρέπει να αναχωρήσουν από τη χώρα και ίσως και να απελαθούν, καθώς βρίσκονται υπό παράνομο καθεστώς, εκτός και αν η άδεια παραμονής τους έχει δοθεί για ανθρωπιστικούς ή άλλους σχετικούς λόγους.
clandestine migration|Λαθραία μετανάστευση: Παραβίαση των προϋποθέσεων για νόμιμη μετανάστευση.Παρατηρείται όταν ένας αλλοδαπός παραβιάζει τους νόμους εισόδου σε μια χώρα, ή έχοντας ήδη εισέλθει στη χώρα παραμένει παράνομα, παραβιάζοντας τους νόμους για την μετανάστευση.
de facto
refugees|de facto πρόσφυγες: Τα άτομα που δεν αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες, υπό την έννοια που ορίζει η Συνθήκη και το Πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών για το Καθεστώς των Προσφύγων, 1951 και 1967 αντίστοιχα, ή για λόγους που έχουν αναγνωριστεί ως έγκυροι, δεν επιθυμούν να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους ή εάν δεν έχουν την εθνικότητα μιας χώρας δεν επιθυμούν να επιστρέψουν στη χώρα της συνήθους διαμονής τους.
displaced person|Εκτοπισμένο άτομο: Το πρόσωπο που αναγκαστικά φεύγει από τη χώρα ή την κοινότητά του, εξαιτίας των στοιχείων του φόβου ή του κινδύνου. Οι λόγοι του εκτοπισμού του είναι διαφορετικοί από εκείνους,που θα του πρόσδιδαν το καθεστώς του πρόσφυγα.Το πρόσωπο αυτό αναγκαστικά απομακρύνεται από τη χώρα του συνήθως, εξαιτίας εσωτερικών συγκρούσεων ή φυσικών καταστροφών.
economic migrant|Οικονομικός μετανάστης: Το άτομο που εγκαταλείπει τον σύνηθη τόπο κατοικίας του για να εγκατασταθεί εκτός της χώρας καταγωγής του,προκειμένου να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του. Αυτός ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διακρίνει το πρόσωπο αυτό από τους πρόσφυγες που υφίστανται διωγμούς, και επίσης χρησιμοποιείται για τα άτομα που επιχειρούν να εισέλθουν στη χώρα, δίχως νόμιμη άδεια και/ή με το να χρησιμοποιούν τις διαδικασίες ασύλου, χωρίς το σκοπό της «καλής πίστης» (
bona fide
cause).Επίσης, αφορά τα άτομα που εγκαθίστανται εκτός της χώρας καταγωγής τους για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, κοινώς ονομαζόμενοι εποχιακοί εργάτες.
emigration|Εξωτερική Μετανάστευση: Η κίνηση της αναχώρησης ή εξόδου από ένα Κράτος με σκοπό την εγκατάσταση σε ένα άλλο. Σύμφωνα με τα πρότυπα των διεθνών ανθρωπίνων δικαιωμάτων,ορίζεται ότι όλα τα άτομα θα πρέπει να είναι ελεύθερα να φύγουν από οποιαδήποτε χώρα, ακόμα και τη δική τους, και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν τα Κράτη να επιβάλλουν περιορισμούς στο δικαίωμα του κάθε ενός να απομακρυνθεί από την επικράτειά του Κράτους αυτού.
entry|Είσοδος: Κάθε είσοδος αλλοδαπού σε μια ξένη χώρα είτε είναι εκούσια ή ακούσια, είτε είναι νόμιμη ή παράνομη.
externally displaced|Εκτοπισμένα άτομα ( εκτός της χώρας τους).persons Άτομα που έχουν τραπεί σε φυγή από τη χώρα τους,εξαιτίας διωγμού, βίας, καταστάσεων ένοπλων συρράξεων ή άλλων καταστροφών. Αυτά τα άτομα συνήθως, μαζικά, τρέπονται σε φυγή. Κάποιες φορές αναφέρονται και ως de facto πρόσφυγες.
forced migration|Αναγκαστική μετανάστευση: Πρόκειται για έναν γενικό όρο, ο οποίος χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια «εξαναγκαστική» μεταναστευτική κίνηση. Διακρίνεται από το στοιχείο του φόβου για τη ζωή και την επιβίωση του ατόμου, που μετακινείται «εξαναγκαστικά», (π.χ. αφορά τόσο μετακινήσεις προσφύγων και εσωτερικά εκτοπισμένων προσώπων, όσο και μετακινήσεις ανθρώπων εξαιτίας φυσικών, περιβαλλοντικών,χημικών ή πυρηνικών καταστροφών, λιμών ή υλοποίησης αναπτυξιακών προγραμμάτων).
illegal alien|Βλ. undocumented alien, migrant in an irregular situation
illegal entry|Παράνομη είσοδος: Η κίνηση διέλευσης των συνόρων μιας χώρας και η είσοδος σε αυτήν, δίχως να πληρούνται οι προϋποθέσεις της νόμιμης εισόδου του αλλοδαπού. (Αρθρ. 3 (b), Πρωτόκολλο Η.Ε. ενάντια στην λαθρομετανάστευση διά Ξηράς,Θάλασσας και Αέρα, Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο Η.Ε. ενάντια στο Διεθνές Οργανωμένο Έγκλημα,2000). Βλ. επίσης irregular migration, undocumented alien
illegal migrant|Βλ. irregular migrant
illegal migration|Βλ. irregular migration
immigration|Μετανάστευση σε μια χώρα: Η διαδικασία της μετακίνησης ενός αλλοδαπού σε μια χώρα, με σκοπό την εγκατάσταση.
internally displaced|Εκτοπισμένα άτομα εντός της χώρας τους.persons/IDPs Μεμονωμένα άτομα ή ομάδα ατόμων που έχουν αναγκαστεί ή υποχρεωθεί να εκτοπιστούν ή να αφήσουν τα σπίτια τους ή το σύνηθες μέρος διαμονής τους, εντός των συνόρων του διεθνώς αναγνωρισμένου Κράτους τους, ως αποτέλεσμα ή προκειμένου να αποφύγουν τις επιδράσεις ένοπλων συγκρούσεων, καταστάσεων βίας, καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή φυσικών ή άλλων καταστροφών. (Έγγραφο Η.Ε. περί των Οδηγιών για τους Εσωτερικά Εκτοπισμένους πληθυσμούς Ε/CN.4/1998/53/Add.2.).
irregular migrant|Μετανάστης χωρίς έγγραφα. Κάποιος, ο οποίος εξαιτίας της παράνομης εισόδου σε μια χώρα ή λήξης της βίζας του στερείται του νόμιμου καθεστώτος παραμονής στη χώρα διέλευσης ή φιλοξενίας. Ο όρος απευθύνεται στους μετανάστες,που παραβιάζουν τους κανόνες εισόδου μιας χώρας και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που παραμένει στη χώρα φιλοξενίας, δίχως την έγκρισή της (επίσης αποκαλείται μετανάστης δίχως έγγραφα).
irregular migration|Η μετανάστευση με παράνομη είσοδο. Η μετακίνηση,η οποία λαμβάνει χώρα πέρα από τους κανόνες των χωρών αποστολής, διέλευσης και υποδοχής. Δεν υπάρχει ένας καθαρά και οικουμενικά αποδεκτός προσδιορισμός του όρου. Από την οπτική των χωρών προορισμού αναφέρεται στην παράνομη είσοδο, παραμονή ή εργασία στη χώρα, εννοώντας ότι ο μετανάστης δεν έχει την απαραίτητη θεώρηση εισόδου ή τα αναγκαία έγγραφα για να εισέλθει, να μείνει ή να εργαστεί σε μια χώρα. Από την οπτική των χωρών αποστολής η «παρανομία» έγκειται στις περιπτώσεις όπου ένα άτομο περνά τα διεθνή σύνορα, δίχως ισχύον διαβατήριο ή ταξιδιωτικά έγγραφα ή δεν πληρεί τις διοικητικές προϋποθέσεις για να αναχωρήσει από τη χώρα. Ωστόσο, υπάρχει η τάση να περιορίζεται η χρήση του όρου «illegal migration» - «παράνομη μετανάστευση» στις περιπτώσεις των λαθρομεταναστών και των ατόμων παράνομης διακίνησης και εμπορίας.
migration|Μετανάστευση: Η διαδικασία της μετακίνησης είτε διαμέσου των διεθνών συνόρων, είτε εντός ενός Κράτους. Πρόκειται για την μετακίνηση πληθυσμού, περικλείοντας κάθε είδος μετακίνησης ανθρώπων. Αφορά την μετανάστευση προσφύγων,εκτοπισμένων προσώπων και οικονομικών μεταναστών.
mixed flows|Μικτά μεταναστευτικά ρεύματα. Σύνθετες μετακινήσεις πληθυσμών, συμπεριλαμβανομένου προσφύγων, αιτούντων άσυλο, οικονομικών μεταναστών και άλλων μετακινηθέντων.
refugee (mandate)|Πρόσφυγας: Το άτομο, το οποίο δικαιούται την προστασία των Ηνωμένων Εθνών - Ύπατη Αρμοστεία -, καθώς πληρεί τις προϋποθέσεις του ψηφίσματος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕγια τους Πρόσφυγες, ανεξάρτητα από το αν ή δεν βρίσκεται σε μια χώρα που είναι μέλος της Σύμβασης ή του Πρωτόκολλου περί του Καθεστώτος του Πρόσφυγα, 1951 και 1967 αντίστοιχα, ή από το αν ή δεν έχει αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, από τη χώρα φιλοξενίας του.
refugee (recognized)|Αναγνωρισμένος πρόσφυγας: Το άτομο εκείνο που εξαιτίας «δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων βρίσκεται εκτός της χώρας,της οποίας έχει την υπηκοότητα και δε δύναται ή,λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να απολαύει της προστασίας της χώρας αυτής» (Σύμβαση περί του Καθεστώτος των Προσφύγων, Αρθρ. 1 Α (2),1951 όπως τροποποιήθηκε στο Πρωτόκολλο,1967).
refugee status determination|Καθορισμός προσφυγικού καθεστώτος: Η διαδικασία που ακολουθείται (από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και/η από το Κράτος) για τον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα, σύμφωνα με τους εθνικούς και διεθνείς νόμους.
refugees in orbit|Πρόσφυγες σε τροχιά: Είναι τα άτομα-πρόσφυγες στα οποία είτε ένα Κράτος αρνείται να τους παράσχει άσυλο, είτε αδυνατούν να βρουν κάποιο Κράτος να εξετάσει το αίτημα ασύλου και μετακινούνται από μια χώρα σε μια άλλη, αναζητώντας άσυλο.
refugees in transit|Διερχόμενοι πρόσφυγες: Τα άτομα-πρόσφυγες που εισέρχονται προσωρινά στην επικράτεια ενός Κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκατασταθούν αλλού.
refugees sur place|Τα άτομα που δεν ήταν πρόσφυγες, όταν άφησαν τη χώρα προέλευσής τους, αλλά μετατράπηκαν εκ των υστέρων σε πρόσφυγες (εξαιτίας δικαιολογημένου φόβου δίωξης). Οι πρόσφυγες αυτοί οφείλουν το φόβο δίωξής τους σε μια ξαφνική ανατροπή της κυβέρνησης της χώρας προέλευσής τους(πραξικόπημα) ή σε πολιτικές δίωξης, μετά την αναχώρησή τους.
undocumented alien|Αλλοδαπός χωρίς νόμιμα έγγραφα: Ο αλλοδαπός,ο οποίος εισέρχεται ή μένει στη χώρα, δίχως τα κατάλληλα έγγραφα. Μεταξύ άλλων, αυτός μπορεί να είναι: ένας (α) που δεν έχει τα νόμιμα έγγραφα για να εισέλθει σε μια χώρα, αλλά καταφέρνει να εισέλθει κρυφά, β) που εισήλθε χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα, γ) που, μετά την νόμιμη είσοδό του στη χώρα, παρέμεινε πέρα της λήξεως της άδειας παραμονής του ή διαφορετικά παραβίασε τους όρους εισόδου και παρέμεινε δίχως θεωρημένη άδεια παραμονής.
undocumented migrant|Οι μετανάστες εργάτες ή μέλη των οικογενειώνworkers/migrant workers τους, στους οποίους δε θεωρείται άδεια εισόδου,in an irregular situation παραμονής ή εργασίας σε ένα Κράτος.
unlawful entry|Παράνομη είσοδος