Δεν θυμάμαι αν το έχω ξαναπεί, αλλά μια από τις λέξεις που πρέπει να βγάλουμε από το λεξιλόγιό μας γιατί μπερδεύει τον κόσμο και στο τέλος δεν ξέρουμε τι θέλει να πει αυτός που τη χρησιμοποιεί είναι το
σεμνύνομαι. Έχει μια μακρινή ετυμολογική σχέση με τον
σεμνό, αλλά δεν έχει πια καμιά σχέση με τη σεμνότητα. Σημαίνει «καυχιέμαι, καμαρώνω, υπερηφανεύομαι», π.χ. (από κείμενο που αναδημοσιεύσαμε) «Μερικές χώρες σεμνύνονται για την εισαγωγή νέων όρων».
Όταν ο Γ. Πρετεντέρης έγραψε
χτες «Ηταν η πολιτική εκδοχή της συμβουλής “ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε...” — και προφανώς σεμνύνομαι για τη συνέχεια...», δεν πιστεύω ότι ήθελε να πει ότι καμαρώνει για το «ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Και σ' αυτή την περίπτωση το λάθος το καταλαβαίνουμε εύκολα. Σε άλλες;