1
Όταν γυρνούσαμε στο σπίτι κατά τις δύο, πρώτα πλύσιμο καλά, να μη λερώσουμε τα σεντόνια. Έλουζες το κεφάλι σου, όλα. Φαγί γερό, ό,τι υπήρχε μες στο σπίτι, φασόλια, ρεβίθια, κουκιά, μακαρόνια, μπακαλιάρο. Το καθημερινό. Μετά ξάπλα. Κούραση. Εγώ, που ήμουνα παιδάκι, κουραζόμουνα. Έπεφτα και κοιμόμουνα μέχρι το βράδυ στις τέσσερις πέντε η ώρα. Μετά σηκωνόμαστε και πηγαίναμε στο καφενείο. Βέβαια εγώ δεν πήγαινα στο καφενείο και τόσο. Πήγαινα κάπου αλλού εγώ κι έβρισκα κάτι φιλαράκια στα χρόνια μου, καθόμαστε συζητάγαμε διάφορα πράγματα. Άλλος έλεγε για το κορίτσι του, άλλος έλεγε για έτσι, άλλος αλλιώς.
Εγώ τότες στο κάρβουνο που δούλευα άρχισα και τα ’ψηνα μ’ αυτή την πρώτη την γυναίκα που πήρα. Εγώ αυτήν είχα στο νου μου.
Εκεί στα Ταμπούρια επήγαινα και άραζα ταχτικά στο σπίτι μιας εξαδέρφης μου Κούλας Ρηγούτσου, και στην ίδια αυλή καθόταν η κοπέλα που αγάπησα. Αυτή ήταν ορθόδοξος, καταγόταν από την Πελοπόννησο και λεγόταν Ζιγκοάλα. Αυτού άραζα το λοιπόν κι έβλεπα αυτήνε, το λεοντάρι που ήθελα να πάρω αργότερα.
Όλο κρυφά πολεμάγαμε. Να μην την δούνε οι δικοί της, η μάνα της, ο πατέρας της, τ’ αδέλφια της. Εμένα οι δικοί μου δε μ’ ένοιαζε. Το ξέρανε που της μίλαγα. Κι αυτή περίμενε με παντοίους τρόπους να με βρει ζούλα να μου μιλήσει. Έβγαινε όξω να ψωνίσει στο μπακάλικο. Την περίμενα εγώ στην πόρτα, καμιά φορά έβγαινα και όξω, πήγαινα στο δρόμο που θα ’ρχότανε, την έβρισκα και μιλάγαμε. Και λέγαμε τέλος πάντων, έτσι και έτσι και ξέρω ’γω τι, να τη φιλήσω, κι ότι «θα σε πάρω να σε κάνω γυναίκα μου» και «πότε θα γίνει αυτή η δουλειά». Ίσως να ’ναι σωστή η παροιμία που λέει ότι όποιος σ’ αγαπάει σε κάνει και κλαις. Δεν είχαμε γνωριστεί δέκα μέρες και η Ζιγκοάλα με είπε Φραγκόσκυλο.
Όμως μ’ όλο το Φραγκόσκυλο ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος σχεδόν. Απ’ τις πρώτες μέρες επιάστηκε και ένας χρόνος πέρασε χωρίς να μικρύνει η φλόγα. Μια μέρα την άρπαξα κι έφυγα. Κλεφτήκαμε στις δέκα η ώρα το βράδυ και την πήγα στο σπίτι μου.
Ήταν όμορφη, σπαθάτη γυναίκα, μελαχρινή, όμορφα μάτια κι όλα όμορφα.
2
Πέρναγε ο καιρός με τη μαστούρα και αργά ο καθένας πήγαινε για το σπίτι του, και το πρωί πάλι στη δουλειά. Όταν πήγαινα αργά στο σπίτι μεθυσμένος απ’ το χασίσι, έμπαινα σιγά σιγά στη ζούλα, για να μη ξυπνήσω τον πατέρα μου, γιατί τονε ντρεπόμουνα. Ένιωθα ότι δεν ήθελα να τον κοιτάξω στα μάτια του, που δείχνανε όλο τον πόνο του για μένα. Δεν φτάνει που είχε τη φροντίδα τη δικιά μου, αλλά ήταν υποχρεωμένος να ζει και τη γυναίκα μου.
Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου, που τον έτρωγε το μεράκι για το κατρακύλισμά μου, και η μάνα μου η κακομοίρα, που ήθελε πάντα το καλό μου, όλο γκρίνιαζαν. Εγώ δεν άκουγα τίποτες. Έβρισκε η μάνα μου το μπελά της από τον πατέρα μου, γινόταν καβγάδες για μένα, ποιος φταίει. Τα δύο μικρότερα αδέρφια μου ακολούθησαν το παράδειγμά μου. Ο ένας, ο Λινάρδος, τρελάθηκε απ’ το χασίσι, στα δεκαεφτά του χρόνια. Έζησε τρελός και πέθανε το Σαράντα από πείνα. Ο άλλος, ο Φραντζέσκος, έπινε κρασί κι απόχτησε ένα χαρακτήρα ανθρώπου επικίνδυνου. Μαχαίρια τραβούσε, και φόνο έκανε στο τέλος και φυλακή επήγε.
Αφού, όπως σας είπα, είχα παρασυρθεί στην αλητεία, άρχισα να ζω κι όλες τις κακοπάθειές της. Και μια μέρα με τσακώνουνε μέσα στον τεκέ του Σωτηράκη με πέντε άλλους και μου δίνουνε τον αργιλέ και τα καλάμια και τα χασίσια και τα τουμπεκιά στα χέρια, και δεμένον με περνούσαν μαζί με τους άλλους απ’ την παραλία του Πειραιώς, της Ζέας, και μας πηγαίνανε για το Τρίτο, που ήταν στην οδό Ρετσίνα. Κάτι ξυλιές, κάτι κλοτσιές, και την άλλη μέρα για το πλημμελειοδικείο. Τότε μας έδινε δυο τρεις μέρες κράτηση, και όσες φορές κι αν μας πιάνανε το ίδιο.
Για μένα είναι σταθμός όμως αυτή η περιπέτεια. Για πρώτη φορά κρατητήρια, δικαστήρια, αποτυπώματα.
3
Όχι μόνο το καημένο το μπουζούκι μου είχε τη δύναμη να μου γλυκάνει τη ζωή αλλά θυμόμουνα τον καιρό εκείνο που είχε κατατρεγμό μεγάλο το μπουζούκι. Σας είπα ότι μας κυνηγάγανε στους τεκέδες και μας τραβάγανε, και το μπουζούκι δε θέλανε να το ξέρουνε με κανένα τρόπο. Αλλά είχε τέτοια μεγάλη δύναμη από τότες, που εισχώρησε σε όλα, και μέχρι πού έχει φθάσει σήμερα. Και το άλλο τραγούδι λέει: