Καταρχάς να πω πως χαίρομαι που βρίσκουμε κάποια κοινά σημεία στους προβληματισμούς μας. Για το ότι έκανα μια υπόθεση εργασίας σχετικά με λαϊκές λέξεις που δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως (όσον αφορά μένα) να διατηρούν την πρωτότυπη προφορά, πολύ εύλογες οι ενστάσεις και τα σχόλια· για τα οποία έχω κι εγώ να πω τα εξής:
Εκείνο πάντως που ήθελα να αναδείξω, και θέλω να πιστεύω πως έγινε κατανοητή η τοποθέτησή μου, είναι ότι δεν μπορούμε με το που βλέπουμε ένα σύμφωνο ή συμφωνικό σύμπλεγμα να δίνει, με κάποια τροπή του σε μια ίσως πιο "εξευγενισμένη" μορφή, έναν παράλληλο τύπο να λέμε πως «οι ευπρεπιστές φορέσανε στη λέξη φράκο»· άλλωστε η γλώσσα χαρακτηρίζεται κατά την ιστορική της πορεία από ουκ ολίγα φαινόμενα φωνητικών αλλαγών προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση (π.χ. υπάρχει και το οπτικό δάνειο που μας έδωσε το ιγμόρειος, υπάρχει και το ορθογραφικό δάνειο που είδαμε στο βατ, υπάρχει και η παρανάγνωση που, όπως λέει το ΛΚΝ, έδωσε π.χ. το δάγκειος < γαλλ. dengue). Δηλαδή αρχίζω να καταλήγω στο ότι η πορεία μιας λέξης είναι τελικά εντελώς χαοτική κι απρόβλεπτη διεργασία (εμένα η αγαπημένη μου οικογένεια είναι τα πάμβαξ, βάμβαξ, βάμπαξ, βαβάκιον, παμπάκιν, παμβάκι, εβαμπάκι, βαμβάκι, μπαμπάκι), κι εμείς απλώς εκ των υστέρων πηγαίνουμε ιατροδικαστικά και βαφτίζουμε αυτό που είδαμε (εκ του αποτελέσματος) ότι συνέβη «γλωσσικό φαινόμενο Α ή Β» (που τα Α και Β μπορεί να είναι εντελώς αντίθετα φαινόμενα που συνέβησαν την ίδια περίοδο αλλά σε διαφορετικές λέξεις το ένα απ' τ' άλλο).
ΥΓ Για το ζευγάρι βάρκα και μπαρκάρω, πάντως, ας μην λησμονούμε ότι το δεύτερο είχε /mb/ (imbarcare), όχι σκέτο /b/.
- Σίγουρα δεν ξέρω τον ακριβή τρόπο προφοράς στα ενετικά (που κάλλιστα μπορούν να έχουν όλα αυτά τα b, d, g μαλακά), κι ούτε καν με σιγουριά στα προ αιώνων ιταλικά — αλλά ευχαρίστως να δούμε αν υπάρχουν σχετικές εργασίες, διότι άλλο το «δεν υπάρχει» ένα φαινόμενο κι άλλο το «δεν ξέρουμε αν υπάρχει».
- Λογικότατη η υπόθεση ότι πεδίο διόρθωσης μπορεί να είναι και η μεταφορά από τον προφορικό στον γραπτό λόγο, καθώς και η απροθυμία αυτού που εισάγει την ξενικής προέλευσης λέξη να υιοθετήσει τύπους που ηχούν βαρβαρικά (αν και αυτό το δεύτερο εντάσσεται στον μηχανισμό της αναλογίας που περιέχει εξ ορισμού η υπερδιόρθωση). Ωστόσο τα μεσαιωνικά ελληνικά δεν ήταν πια και τόσο αλλεργικά στα "βαρβαρικά" συμπλέγματα, και μάλιστα εκείνη την περίοδο συνέβησαν και ηχηροποιήσεις τού τύπου κ>γκ κ.ά.
- Για το ότι άπαξ και κρίθηκε ο νικητής, τελειώνει κι η ιστορία (δλδ δεν τίθεται πλέον θέμα χρήσης της υπερδιόρθωσης) έχεις απόλυτο δίκιο, πιδύε, δεν το είχα διατυπώσει εγώ σωστά.
- Σουσουδισμό εγώ θα έλεγα το να έρθει τώρα κάποιος και να πει ότι ο τύπος πεσκαντρίτσα είναι λαθεμένος ή ηχητικά φρικώδης· αλλά το να έχουμε και τους δύο τύπους (πεσκαντρίτσα, πεσκανδρίτσα) παράλληλα και μάλιστα χωρίς να τους δίνουμε πιστοποιητικά ιδεολογίας, αυτό το θεωρώ υγιές.
Εκείνο πάντως που ήθελα να αναδείξω, και θέλω να πιστεύω πως έγινε κατανοητή η τοποθέτησή μου, είναι ότι δεν μπορούμε με το που βλέπουμε ένα σύμφωνο ή συμφωνικό σύμπλεγμα να δίνει, με κάποια τροπή του σε μια ίσως πιο "εξευγενισμένη" μορφή, έναν παράλληλο τύπο να λέμε πως «οι ευπρεπιστές φορέσανε στη λέξη φράκο»· άλλωστε η γλώσσα χαρακτηρίζεται κατά την ιστορική της πορεία από ουκ ολίγα φαινόμενα φωνητικών αλλαγών προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση (π.χ. υπάρχει και το οπτικό δάνειο που μας έδωσε το ιγμόρειος, υπάρχει και το ορθογραφικό δάνειο που είδαμε στο βατ, υπάρχει και η παρανάγνωση που, όπως λέει το ΛΚΝ, έδωσε π.χ. το δάγκειος < γαλλ. dengue). Δηλαδή αρχίζω να καταλήγω στο ότι η πορεία μιας λέξης είναι τελικά εντελώς χαοτική κι απρόβλεπτη διεργασία (εμένα η αγαπημένη μου οικογένεια είναι τα πάμβαξ, βάμβαξ, βάμπαξ, βαβάκιον, παμπάκιν, παμβάκι, εβαμπάκι, βαμβάκι, μπαμπάκι), κι εμείς απλώς εκ των υστέρων πηγαίνουμε ιατροδικαστικά και βαφτίζουμε αυτό που είδαμε (εκ του αποτελέσματος) ότι συνέβη «γλωσσικό φαινόμενο Α ή Β» (που τα Α και Β μπορεί να είναι εντελώς αντίθετα φαινόμενα που συνέβησαν την ίδια περίοδο αλλά σε διαφορετικές λέξεις το ένα απ' τ' άλλο).
ΥΓ Για το ζευγάρι βάρκα και μπαρκάρω, πάντως, ας μην λησμονούμε ότι το δεύτερο είχε /mb/ (imbarcare), όχι σκέτο /b/.