Ας προσθέσω αυτή τη σημασία/χρήση κι από το ΛΚΝ, να την έχουμε πρόχειρη:
2. πραγματική κατάσταση ή ιδιότητα εξαιτίας της οποίας ισχύει το νόημα της πρότασης: σαν παπάς είχε και άλλα καθήκοντα, επειδή ήταν παπάς. σαν διευθυντής του εργοστασίου ήταν πολύ απασχολημένος, επειδή, αφού ήταν διευθυντής.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=σαν&dq=
2. πραγματική κατάσταση ή ιδιότητα εξαιτίας της οποίας ισχύει το νόημα της πρότασης: σαν παπάς είχε και άλλα καθήκοντα, επειδή ήταν παπάς. σαν διευθυντής του εργοστασίου ήταν πολύ απασχολημένος, επειδή, αφού ήταν διευθυντής.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=σαν&dq=