Σχετικά με τον μεγάλο αδελφό του Γιάννη Αντετονκούμπο από εδώ:
Ξέρω, δεν είσαι ο μόνος. Και πολλοί άλλοι αρθρογραφούντες περί τα αθλητικά μιλάνε για ωμά ταλέντα.
Πριν τρία καλοκαίρια ο Θανάσης Αντεντοκούμπο πήρε μεταγραφή στο Μαρούσι. Στον πάγκο της ομάδας εκείνη την περίοδο (στην αρχή της μετά-Βωβού εποχής) καθόταν ο Γιώργος Μπαρτζώκας, ο οποίος εν συνεχεία παραιτήθηκε. Ο "Κούμπο", όπως τον φώναζαν στον Φιλαθλητικό, ήταν ένας παίκτης με εντυπωσιακά αθλητικά προσόντα, ένα "ωμό" (σύμφωνα με την αμερικάνικη έκφραση) ταλέντο, με πολλές προδιαγραφές.
Μα, χρυσέ μου αγγλομαθή με Λόουερ, το raw δεν μεταφράζεται μόνο "ωμό", για να χρειάζεται να το βάζεις σε εισαγωγικά και να δικαιολογείσαι "σύμφωνα με την αμερικάνικη έκφραση". Μεταφράζεται και ακατέργαστο, σε φυσική κατάσταση και πολλά άλλα. Άνοιξε ένα ρημαδολεξικό πριν καταλήξεις ότι οι εξωτικοί Αμερικάνοι ονομάζουν τα ταλέντα "ωμά"!
raw: επίθ. άψητος, αμαγείρευτος, ωμός: raw vegetables ωμά λαχανικά # ακατέργαστος, ανεπεξέργαστος, σε φυσική κατάσταση: raw materials πρώτες ύλες § raw silk ακατέργαστο μετάξι # (για πρόσωπα: ανεκπαίδευτος, πρωτόπειρος: raw recruits ανεκπαίδευτοι νεοσύλλεκτοι, κν. στραβάδια # (για τραύματα κτλ.) ανεπούλωτος, "ανοικτός": raw wound ανοικτό τραύμα # (για επιδερμίδα: γδαρμένος: there were raw patches on his legs υπήρχαν εκδορές στα πόδια του # στερούμενος εκλέπτυνσης ή αισθητικής τελειότητας, "ανώριμος", κν. χοντροκομμένος:
Ξέρω, δεν είσαι ο μόνος. Και πολλοί άλλοι αρθρογραφούντες περί τα αθλητικά μιλάνε για ωμά ταλέντα.