bernardina
Moderator
Τις προάλλες μια φίλη μου έκανε τη βαρυσήμαντη ανακοίνωση: «Θα χαρίσω τους κλασικούς μου! Αγόρασα i-pad». Είχε κατεβάσει όλον τον Ντοστογιέφσκι, τον Προυστ, τον Μόμπι Ντικ του Μέλβιλ, τον Τζόυς και τη Βιρτζίνια Γουλφ. «Τέρμα η σκόνη και τα ακάρια», δήλωσε ενθουσιασμένη. «Τέρμα τα βάρη. Μονάχα τα εξακόσια γραμμάρια της ταμπλέτας». Έριξα μια ματιά στην εικονική βιβλιοθήκη της. Ήταν όλοι εκεί, εύτακτοι, πειθήνιοι, οργανωμένοι και κυρίως ανέπαφοι από το κιτρίνισμα του χρόνου, τους λεκέδες του καφέ, τις ανυπόμονες μολυβιές στα περιθώρια.
Παραμένω, ωστόσο, αμφίθυμη. Εξακολουθώ μάλλον να προτιμώ τις παραδοσιακές, σκονισμένες, επιτοίχιες βιβλιοθήκες. Ακραία υποκειμενικές, είναι η επιτομή των αναγνωστικών μας παθών, των βιβλιοφιλικών μας εμμονών, των λογοτεχνικών μας ερώτων. Αν, φυσικά, επενδύουμε έρωτες στα ράφια μας και δεν αρκούμαστε να τα επιδεικνύουμε σαν διακοσμητικά στοιχεία των σαλονιών μας, σειρές «ωραίων δεσιμάτων και ηχηρών τίτλων» που τόσο εξόργιζαν, ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. τον Σενέκα.
Θέλησα να τακτοποιήσω τη βιβλιοθήκη μου προχθές, να υποτάξω σε μια σκιώδη οργάνωση το απείθαρχο πλήθος των τόμων που όλο και μεγαλώνει, καταπίνοντας τον έναν ελεύθερο χώρο μετά τον άλλον. Πάλεψα για ώρες με τη φυσική συνθήκη των βιβλίων, που δεν είναι παρά η ακαταστασία. Ταξινομούσα μέχρι που σουρούπωσε, αν κι ήξερα, από την αρχή, ότι ο κόπος μου ήταν μάταιος. Υπήρχαν τόμοι που αρνούνταν να οργανωθούν, που αντιστρατεύονταν τη σύμβαση της κατάταξης. Και, καθώς τεντωνόμουν για να φτάσω τα ψηλότερα ράφια της βιβλιοθήκης, αναρωτιόμουν μήπως ο πλοίαρχος Νέμο ήξερε καλύτερα: οι δώδεκα χιλιάδες τόμοι του, αραδιασμένοι χωρίς καμιά διάκριση στα «ψηλά έπιπλα από μαύρο παλίσανδρο, στολισμένο με χαλκό» της ειδικής αίθουσας του Ναυτίλου, επισφράγιζαν μιαν αλήθεια που ο Ιούλιος Βερν φαίνεται να κατείχε: ότι ζωντανή βιβλιοθήκη είναι εκείνη που διαβάζεται και όχι εκείνη που επιδεικνύεται. Διαβάζω ανιδιοτελώς, σημαίνει διαβάζω για την απόλαυση· και απόλαυση σημαίνει βουτιά στο τυχαίο.
Αλλά τι θα ήταν μια βιβλιοθήκη χωρίς τη μανία της ταξινόμησης; Ο Ζωρζ Περέκ δεν θα ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Δαμάζοντας τους τίτλους, θαρρεί κανείς πως δαμάζει την ίδια τη γνώση. Κατατάσσοντας, φαντάζεται πως ανακεφαλαιώνει, οργανώνοντας πως συνοψίζει. Χαϊδεύοντας τις ράχες των βιβλίων που διάβασε και όσων υπόσχεται πως κάποτε θ’ ανοίξει κι όμως συνέχεια αναβάλλει, πείθεται πως ο Μίλτον δεν υπερέβαλε: τα βιβλία είναι ζωντανά. Κι ακούει μέσα του το λαχανιασμένο μουρμουρητό του Κην, του αρχετυπικού βιβλιομανούς επιστήμονα που γέννησε η φαντασία του Ελίας Κανέτι: «Σύμφωνοι, τα βιβλία είναι άψυχα, δεν έχουν αισθήματα. Αλλά ποιος έχει αποδείξει ατράνταχτα την αναισθησία του ανόργανου;»
Ίσως, αύριο, η βιβλιοθήκη που τακτοποίησα προχθές με τόσο ζήλο, να είναι άχρηστη. Ίσως τα παιδιά μου να διαβάζουν – αν διαβάζουν – ηλεκτρονικά. Ίσως να ξεθωριάσουν οι σελίδες, να χαθούν οι λέξεις, και οι τόμοι που με τόση αγάπη συγκέντρωσα να καταντήσουν tabulae rasae. Αλλά, καθώς αγγίζω τα βιβλία μου, παρηγοριέμαι. Για την ώρα βρίσκονται ακόμα εδώ, πρόθυμα, χρήσιμα. Και θυμάμαι τον Μπόρχες: «Φυλάω τα βιβλία/ που ίσως είναι τα τελευταία/ Εδώ είναι στα ράφια τα ψηλά/ την ίδια ώρα μακρινά και κοντινά/ κρυφά και φανερά, όπως τα άστρα».
Της Κατερίνας Σχινά
Παραμένω, ωστόσο, αμφίθυμη. Εξακολουθώ μάλλον να προτιμώ τις παραδοσιακές, σκονισμένες, επιτοίχιες βιβλιοθήκες. Ακραία υποκειμενικές, είναι η επιτομή των αναγνωστικών μας παθών, των βιβλιοφιλικών μας εμμονών, των λογοτεχνικών μας ερώτων. Αν, φυσικά, επενδύουμε έρωτες στα ράφια μας και δεν αρκούμαστε να τα επιδεικνύουμε σαν διακοσμητικά στοιχεία των σαλονιών μας, σειρές «ωραίων δεσιμάτων και ηχηρών τίτλων» που τόσο εξόργιζαν, ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. τον Σενέκα.
Θέλησα να τακτοποιήσω τη βιβλιοθήκη μου προχθές, να υποτάξω σε μια σκιώδη οργάνωση το απείθαρχο πλήθος των τόμων που όλο και μεγαλώνει, καταπίνοντας τον έναν ελεύθερο χώρο μετά τον άλλον. Πάλεψα για ώρες με τη φυσική συνθήκη των βιβλίων, που δεν είναι παρά η ακαταστασία. Ταξινομούσα μέχρι που σουρούπωσε, αν κι ήξερα, από την αρχή, ότι ο κόπος μου ήταν μάταιος. Υπήρχαν τόμοι που αρνούνταν να οργανωθούν, που αντιστρατεύονταν τη σύμβαση της κατάταξης. Και, καθώς τεντωνόμουν για να φτάσω τα ψηλότερα ράφια της βιβλιοθήκης, αναρωτιόμουν μήπως ο πλοίαρχος Νέμο ήξερε καλύτερα: οι δώδεκα χιλιάδες τόμοι του, αραδιασμένοι χωρίς καμιά διάκριση στα «ψηλά έπιπλα από μαύρο παλίσανδρο, στολισμένο με χαλκό» της ειδικής αίθουσας του Ναυτίλου, επισφράγιζαν μιαν αλήθεια που ο Ιούλιος Βερν φαίνεται να κατείχε: ότι ζωντανή βιβλιοθήκη είναι εκείνη που διαβάζεται και όχι εκείνη που επιδεικνύεται. Διαβάζω ανιδιοτελώς, σημαίνει διαβάζω για την απόλαυση· και απόλαυση σημαίνει βουτιά στο τυχαίο.
Αλλά τι θα ήταν μια βιβλιοθήκη χωρίς τη μανία της ταξινόμησης; Ο Ζωρζ Περέκ δεν θα ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Δαμάζοντας τους τίτλους, θαρρεί κανείς πως δαμάζει την ίδια τη γνώση. Κατατάσσοντας, φαντάζεται πως ανακεφαλαιώνει, οργανώνοντας πως συνοψίζει. Χαϊδεύοντας τις ράχες των βιβλίων που διάβασε και όσων υπόσχεται πως κάποτε θ’ ανοίξει κι όμως συνέχεια αναβάλλει, πείθεται πως ο Μίλτον δεν υπερέβαλε: τα βιβλία είναι ζωντανά. Κι ακούει μέσα του το λαχανιασμένο μουρμουρητό του Κην, του αρχετυπικού βιβλιομανούς επιστήμονα που γέννησε η φαντασία του Ελίας Κανέτι: «Σύμφωνοι, τα βιβλία είναι άψυχα, δεν έχουν αισθήματα. Αλλά ποιος έχει αποδείξει ατράνταχτα την αναισθησία του ανόργανου;»
Ίσως, αύριο, η βιβλιοθήκη που τακτοποίησα προχθές με τόσο ζήλο, να είναι άχρηστη. Ίσως τα παιδιά μου να διαβάζουν – αν διαβάζουν – ηλεκτρονικά. Ίσως να ξεθωριάσουν οι σελίδες, να χαθούν οι λέξεις, και οι τόμοι που με τόση αγάπη συγκέντρωσα να καταντήσουν tabulae rasae. Αλλά, καθώς αγγίζω τα βιβλία μου, παρηγοριέμαι. Για την ώρα βρίσκονται ακόμα εδώ, πρόθυμα, χρήσιμα. Και θυμάμαι τον Μπόρχες: «Φυλάω τα βιβλία/ που ίσως είναι τα τελευταία/ Εδώ είναι στα ράφια τα ψηλά/ την ίδια ώρα μακρινά και κοντινά/ κρυφά και φανερά, όπως τα άστρα».
Της Κατερίνας Σχινά