Φίλοι μου,
Το βέλος του χρόνου σημαδεύει αδυσώπητα την κορυφή. Μίκρυνε ελάχιστα η απόσταση που μας χωρίζει από το θερινό ηλιοστάσιο, τη μεγαλύτερη ημέρα μες στη χρονιά, την πάνω αιχμή του άξονα που γύρω από αυτόν περιστρέφεται η γη, η ζωή μας, το σύμπαν, η μοίρα. Τη μεγαλύτερη και γι’ αυτό πιο σημαντική ημέρα, τη γεμάτη σύμβολα και τελετουργικά ηλιολατρίας, και που ακολουθείται από μια ακόμα πιο σπουδαία και μυστηριακή νύχτα, δοσμένη στα μάγια και κατοικημένη από πλάσματα της φαντασίας. Μια τέτοια ημέρα αρμόζει να την τιμήσω και να την υποδεχτώ με αβατάρα που να εικονίζει κάτι ιερό. Και επειδή τίποτα δεν υπάρχει πιο ιερό (ή δεν μας έχει μείνει) από την ομορφιά, και μάλιστα την ανθρώπινη ομορφιά, διάλεξα μια φωτογραφία που είναι για μένα η επιτομή του κάλλους. Είναι η φωτογραφία μιας κοπέλας, λίγο πιο πάνω ή πιο κάτω απ’ την κορύφωση της εφηβείας.
Τα στοιχεία λένε: Κάρπαθος. Έλυμπος Καρπάθου, θέρος του 1964. Κορίτσι που κοιτάζει το χορό. Εύκολο να το φανταστείς: σε κάποιο πανηγύρι, με όλο το χωριό στο χοροστάσι, ατμόσφαιρα ευθυμίας, χαράς, γιορτής, κι εκείνη παρακολουθεί στην άκρη, μαζεμένη. Να ’ναι άραγε που δεν της έγινε κάποιο χατίρι; Τη μάλωσαν; Ή από απλή σεμνότητα —κορίτσι πράμα— έμαθε να μη δείχνει ευχαρίστηση, να μην ξανοίγεται, μη και βρεθεί γλώσσα να τη σχολιάσει;
Είναι για μένα η ομορφότερη Ελληνίδα. Γνήσιο διαμάντι, άκοπο, όπως το έκαμε η φύση. Λεπτά ματόφρυδα και μάτια φλογερά, κεφάλι που θα το ζήλευε ένας αρχαίος γλύπτης. Έκφραση, στάση λιτή αλλά μεστή, σαν από μοντέλο αναγεννησιακού ζωγράφου. Σαν γεγονός κοσμοϊστορικό που βρέθηκε στο διάβα της ζωής του φωτογράφου. Πασίγνωστη η φωτογραφία· ανήκει στον Κωνσταντίνο Μάνο, τον δεύτερης γενιάς Ελληνοαμερικάνο φωτογράφο, που κρύβεται πίσω από το κουτσουρεμένο όνομα
Costa Manos, ένα σπουδαίο καλλιτέχνη, που μας έδωσε την πιο αυθεντική εικόνα της περασμένης Ελλάδας στο εκπληκτικό του ασπρόμαυρο
Greek Portfolio (Το είχε παρουσιάσει το Μουσείο Μπενάκη πριν από μια δεκαετία, και τώρα πάλι
του κάνει αφιέρωμα μέχρι τέλος Αυγούστου, με αφορμή που ο Μάνος δώρισε το
Greek Portfolio στο μουσείο —πηγαίνετε· μην αμελήσετε).
Ώρες ώρες σκέφτομαι, πώς έγινε πριν από τριάντα χρόνια τόσος χαμός με το κοριτσάκι από το Αφγανιστάν που μπήκε στο εξώφυλλο του National Geographic; Εντυπωσίασαν τα μάτια της, οι «δυο πράσινες λίμνες», τόσο που ο φωτογράφος, ο Steve McCarry, επανήλθε έπειτα από μια εικοσαετία, έψαξε και τη βρήκε, γυναίκα τώρα πια μεγαλωμένη, τυραγνισμένη απ’ τη ζωή και τσακισμένη, τη φωτογράφισε και την παρουσίασε και πάλι.
Την έλεγαν Σαρμπάτ Γκουλά (Sharbat Gula)
Ίδιος και περισσότερος χαμός δε θα ’πρεπε να ’χει γίνει με τη δικιά μας ομορφιά; Θαυμάστε την ολόσωμη:
Αναρωτιέμαι πώς τάχα να διάβηκε η ζωή της; Αν ήταν, πες, δεκάξι χρόνων το ’64, τώρα θα είναι, αν ζει, στα εξήντα πέντε της, γιαγιά με παιδιά και εγγόνια. Μόλις θα πήρε σύνταξη. Να απόκτησε τάχα συνείδηση της ομορφιάς της; Πολλοί θα τη ζητήσαν για γυναίκα· ποιον να διάλεξε; Κάποιον που να της υποσχέθηκε ζωή μακριά απ’ το χωριό; Αθήνα ή Πειραιά και τηλεόραση; Ή Αουστράλια, Καναδά και μετανάστευση; Ή άλλον, που να στάθηκε τρυφερός μαζί της; Να είχε κι εκείνος συνείδηση τι θησαυρό έκλεινε στην αγκαλιά του; Είχαν μαζί μιαν ήρεμη ζωή; Νοστάλγησε, έκλαψε, θυμήθηκε, νευρίασε; Ήταν όλη η ζωή της τα παιδιά; Έσκυβε πάνω απ’ τις αναπνοές τους τα βράδια; Να έμεινε άραγε στο χωριό για πάντα, εκείνη που θα της άξιζε να είναι μοντέλο στη Νέα Υόρκη;
Ερωτήματα που θα μείνουν αναπάντητα. Ποιος μπορεί να πει πως ξέρει προς τα πού μας πηγαίνει η ζωή;