Elsa
¥
Επειδή τα παιδιά μου μπερδεύουν αυτά τα ρήματα και τα διορθώνω συνέχεια, έψαξα λίγο στο δίκτυο και είδα οτι κι άλλοι τα μπερδεύουν.
Τα μάζεψα όλα -νομίζω- εδώ, με τις ερμηνείες τους, από το Τριανταφυλλίδης On-Line.
συνιστώ 1 [sinistó] P10.1α -ώμαι P11 αόρ. σύστησα και συνέστησα, απαρέμφ. συστήσει, παθ. αόρ. συστάθηκα και συστήθηκα, απαρέμφ. συσταθεί και συστηθεί : συγκροτώ, ιδρύω• συστήνω 2: Θα συσταθεί επιτροπή. Συστήθηκε εταιρεία. [λόγ. < συνιστώ 2 σημδ. γαλλ. constituer]
συνιστώ 2, -ώμαι P μππ. συστημένος* : 1.συστήνω12. α. συμβουλεύω κπ. ή του υποδεικνύω τι πρέπει να κάνει: Σου ~ να συμβουλευτείς ένα δικηγόρο. Συνιστάται στους πολίτες να περιορίσουν την κατανάλωση του νερού. O γιατρός μού συνέστησε αυστηρή δίαιτα. β1. (για πργ.) συμβουλεύω κπ. να χρησιμοποιήσει κτ.: Θα σου συστήσω μερικά καλά βιβλία. β2. (για πρόσ.) θεωρώ κπ. κατάλληλο να αναλάβει κάποιο έργο και συμβουλεύω να τον χρησιμοποιήσουν: Θα σου συστήσω έναν πολύ καλό δικηγόρο / τεχνίτη. || (έκφρ.) κτ. συνιστά κπ., δημιουργεί θετικές εντυπώσεις για κπ.: Δε σε συνιστά καθόλου αυτό που έκανες / που είπες. 2. συστήνω11. [λόγ. < αρχ. συνιστῶ, συνίστημι]
συνιστώ 3 παθ. συνίσταμαι [sinístame] P (μόνο στο ενεστ. θ., κυρ. στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) 1. είναι, αποτελεί: H πλαστογραφία συνιστά ποινικό αδίκημα. 2. (παθ.) α. αποτελείται: Tο νερό συνίσταται από υδρογόνο και οξυγόνο. β. έγκειται: O ρόλος του δασκάλου συνίσταται στη δημιουργία ολοκληρωμένων χαρακτήρων. Σε τι συνίστανται οι αντιρρήσεις σου; [λόγ. < συνιστώ 2 σημδ. γαλλ. constituer, consister]
συστήνω 1 [sistíno] -ομαι & (σπάν.) συσταίνω [sisténo] -ομαι P αόρ. σύστησα, απαρέμφ. συστήσει, παθ. αόρ. συστήθηκα, απαρέμφ. συστηθεί, μππ. συστημένος* : 1.γνωρίζω δύο ή περισσότερα άτομα μεταξύ τους αναφέροντας τα ονόματά τους, την ιδιότητά τους κτλ., παρουσιάζω τον ένα στον άλλο: Nα σου / σας συστήσω τον αδελφό μου / την κυρία (τάδε). || (πληθ.) για αλληλοπάθεια: Mε τον κύριο Iωάννου έχουμε συστηθεί παλαιότερα. 2. συμβουλεύω, υποδεικνύω• συνιστώ 2: Δε σου ~ να κάνεις αυτή την ενέργεια. [αρχ. συνιστῶ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. συστησ-• συστ(ήνω) μεταπλ. -αίνω]
συστήνω 2, -ομαι P αόρ. σύστησα, απαρέμφ. συστήσει, παθ. αόρ. συστήθηκα και συστάθηκα, απαρέμφ. συστηθεί και συσταθεί : συγκροτώ, ιδρύω: Θα συστήσουμε επιτροπή για τη διεξαγωγή του εράνου. Συστάθηκε ο οργανισμός για την τοπική αυτοδιοίκηση. [λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του συνιστώ 1 με βάση το συνοπτ. θ. συστησ-]
Άσχετο, αυτό το «σύσταση και συμμορία» του νομικού λεξιλογίου, ξέρει κανείς πώς προέκυψε; Θέλω να πω, τι σόι αδίκημα είναι η σύσταση; Γιατί όχι σύσταση συμμορίας;
Τα μάζεψα όλα -νομίζω- εδώ, με τις ερμηνείες τους, από το Τριανταφυλλίδης On-Line.
συνιστώ 1 [sinistó] P10.1α -ώμαι P11 αόρ. σύστησα και συνέστησα, απαρέμφ. συστήσει, παθ. αόρ. συστάθηκα και συστήθηκα, απαρέμφ. συσταθεί και συστηθεί : συγκροτώ, ιδρύω• συστήνω 2: Θα συσταθεί επιτροπή. Συστήθηκε εταιρεία. [λόγ. < συνιστώ 2 σημδ. γαλλ. constituer]
συνιστώ 2, -ώμαι P μππ. συστημένος* : 1.συστήνω12. α. συμβουλεύω κπ. ή του υποδεικνύω τι πρέπει να κάνει: Σου ~ να συμβουλευτείς ένα δικηγόρο. Συνιστάται στους πολίτες να περιορίσουν την κατανάλωση του νερού. O γιατρός μού συνέστησε αυστηρή δίαιτα. β1. (για πργ.) συμβουλεύω κπ. να χρησιμοποιήσει κτ.: Θα σου συστήσω μερικά καλά βιβλία. β2. (για πρόσ.) θεωρώ κπ. κατάλληλο να αναλάβει κάποιο έργο και συμβουλεύω να τον χρησιμοποιήσουν: Θα σου συστήσω έναν πολύ καλό δικηγόρο / τεχνίτη. || (έκφρ.) κτ. συνιστά κπ., δημιουργεί θετικές εντυπώσεις για κπ.: Δε σε συνιστά καθόλου αυτό που έκανες / που είπες. 2. συστήνω11. [λόγ. < αρχ. συνιστῶ, συνίστημι]
συνιστώ 3 παθ. συνίσταμαι [sinístame] P (μόνο στο ενεστ. θ., κυρ. στο γ' πρόσ.) : (λόγ.) 1. είναι, αποτελεί: H πλαστογραφία συνιστά ποινικό αδίκημα. 2. (παθ.) α. αποτελείται: Tο νερό συνίσταται από υδρογόνο και οξυγόνο. β. έγκειται: O ρόλος του δασκάλου συνίσταται στη δημιουργία ολοκληρωμένων χαρακτήρων. Σε τι συνίστανται οι αντιρρήσεις σου; [λόγ. < συνιστώ 2 σημδ. γαλλ. constituer, consister]
συστήνω 1 [sistíno] -ομαι & (σπάν.) συσταίνω [sisténo] -ομαι P αόρ. σύστησα, απαρέμφ. συστήσει, παθ. αόρ. συστήθηκα, απαρέμφ. συστηθεί, μππ. συστημένος* : 1.γνωρίζω δύο ή περισσότερα άτομα μεταξύ τους αναφέροντας τα ονόματά τους, την ιδιότητά τους κτλ., παρουσιάζω τον ένα στον άλλο: Nα σου / σας συστήσω τον αδελφό μου / την κυρία (τάδε). || (πληθ.) για αλληλοπάθεια: Mε τον κύριο Iωάννου έχουμε συστηθεί παλαιότερα. 2. συμβουλεύω, υποδεικνύω• συνιστώ 2: Δε σου ~ να κάνεις αυτή την ενέργεια. [αρχ. συνιστῶ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. συστησ-• συστ(ήνω) μεταπλ. -αίνω]
συστήνω 2, -ομαι P αόρ. σύστησα, απαρέμφ. συστήσει, παθ. αόρ. συστήθηκα και συστάθηκα, απαρέμφ. συστηθεί και συσταθεί : συγκροτώ, ιδρύω: Θα συστήσουμε επιτροπή για τη διεξαγωγή του εράνου. Συστάθηκε ο οργανισμός για την τοπική αυτοδιοίκηση. [λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του συνιστώ 1 με βάση το συνοπτ. θ. συστησ-]
Άσχετο, αυτό το «σύσταση και συμμορία» του νομικού λεξιλογίου, ξέρει κανείς πώς προέκυψε; Θέλω να πω, τι σόι αδίκημα είναι η σύσταση; Γιατί όχι σύσταση συμμορίας;