συνιστώ, συστήνω, συνίσταται, συνιστάται

Zazula

Administrator
Staff member
Εκεί το Πρωίας έχει, λόγω χρόνου έκδοσης, ένα πλεονέκτημα: Λημματογραφεί το συνίσταμαι, το οποίο παραπέμπει στο συνίστημι, ενώ λημματογραφεί ξεχωριστά το συνιστώ.
 

ArisTsoukalas

New member
Επειδή κατά το παρελθόν μου 'χε κάτσει κι εμένα στραβά εκείνο το «σύσταση και συμμορία», η τότε έρευνά μου είχε καταλήξει στα ακόλουθα:

Πρώτα, από ένα λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής (Αθαν. Φραγκούλης, εκδ. Πατάκης 2001) — μιλάμε για πάρα πολλές σημασίες:
σύστασις, -εως (η), ουσ., [συνίστημι και συνίσταμαι] συνένωση / συνάθροιση / εταιρεία / συντεχνία / φατριασμός, συνωμοσία / συναρμογή / κατασκευή, σύνθεση / γένεση, προέλευση, καταγωγή / διάθεση, κατάσταση / σύγκρουση, συμπλοκή / σύσταση / στενοχώρια / συνάντηση / αρχή, ύπαρξη / ουσία

Και κατόπιν το Λεξικό της Πρωίας (1933):
σύστασις, -εως (η) και σύσταση || (νομ.) ένωσις δύο ή περισσοτέρων προσώπων προς εκτέλεσιν εγκληματικής τινος πράξεως || (στρατ.) εσπευσμένη συγκέντρωσις των ανδρών στρατιωτικού τινος τμήματος, ευρισκομένου εν αραιά τάξει, περί τον ηγήτορα

Ο Δημητράκος, πέραν των δύο εννοιών που παρέθεσα από το Πρωίας, συμπληρώνει επίσης:
συνάντησις, συγκέντρωσις (κ. μτφ.) || συνδυασμός || όμιλος ανθρώπων, ομάς || πολιτική ένωσις || φιλία, συμμαχία || συνωμοσία || μάχη εκ του συστάδην

Οπότε εγώ τότε συμπέρανα ότι σύστασις στ' αρχαία σήμαινε τη συγκέντρωση, την ομάδα, το να βρίσκονται άνθρωποι μαζί, το να συσπειρώνονται σε κάτι, και κατόπιν η λέξη πήρε και αρνητική χροιά δηλώνοντας τέτοιου είδους ενώσεις — οπότε κι εγώ (θεώρησα ότι) κατανόησα το πώς προέκυψε η νομική χρήση του όρου.

Καλησπέρα σας.

Οι νομικοί όροι «σύσταση» και «συμμορία» εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη κατά το έτος 1834. Με τη λέξη «σύσταση» αποδόθηκε στην Ελληνική κατά το 1833, έτος μετάφρασης του Ποινικού Νόμου, προϊσχύσαντος του σημερινού Ποινικού Κώδικα, ο γερμανικός όρος «(der) Komplott» και με τη «συμμορία» η γερμανική «(die) Bande». Έτσι, η διάταξη του άρθρου 57 του Ποινικού Νόμου που τέθηκε εν ισχύι τη 19η Απριλίου 1834 είχε ως εξής: «Εάν δύο ή πλειότεροι … συμφωνήσωσιν εις εκτέλεσιν ωρισμένου τινός πλημμελήματος ή κακουργήματος και ένεκα ταύτης συνομολογήσωσι προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν …, όλοι οι μετασχόντες … τιμωρούνται ως αυτουργοί συστάσεως …» («… so ist jeder Theilnehmer eines solchen Complottes …» στο γερμανικό πρωτότυπο). Το δε άρθρο 66 του αυτού Νόμου όριζε τα εξής: «Εάν πλειότεροι των δύο ενωθώσι προς εκτέλεσι πολλών μερικών και εισέτι αορίστων αξιοποίνων πράξεων είδους τινός, εις έκαστον συνεταίρον τοιαύτης συμμορίας καταλογίζονται …» («… so werden jedem Genossen einer solchen Bande diejenigen …») Κατά συνέπεια, πράγματι επρόκειτο για δύο διαφορετικούς όρους με διαφορετικά σημαινόμενα (σύσταση = συμφωνία προς διάπραξη αξιόποινης πράξης & συμμορία = ένωση για τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων) και, συστοίχως, για δύο διαφορετικές αξιόποινες πράξεις, με διακριτές αντικειμενικές υποστάσεις. Και αν η «συμμορία» δεν χρήζει διευκρινήσεων, αξίζει να υπομνησθεί ότι το ουσιαστικό «σύσταση» αποτελεί λέξη συντεθειμένη από την πρόθεση «συν» και το ουσιαστικό «στάση» που κυριολεκτικά σήμαινε ήδη από την αρχαιότητα «το να στέκεται κανείς δίπλα σε κάποιον άλλον», κάτι που συγκεφαλαιώνει με παροιμιώδη, φρονώ, ευστοχία τα κύρια στοιχεία (τής αντικειμενικής υπόστασης) του εγκλήματος της σύστασης (συμφωνία εις εκτέλεσιν + συνομολόγησις αμοιβαίας συνδρομής). Κατά τούτο, θεωρώ ότι η επιλογή του όρου «σύσταση» υπερτερούσε του εννοιολογικώς πλησιόχωρου και ακριβέστερου σήμερα «συμπαιγνία» (der Komplott).
Περαιτέρω, με το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα που τέθηκε σε ισχύ την πρώτη Ιανουαρίου 1951 τα δύο εγκλήματα ενοποιήθηκαν και έγιναν ένα, με επουσιώδεις τροποποιήσεις: «Όποιος συμφωνεί με άλλον να διαπράξουν ορισμένο κακούργημα ή ενώνεται με άλλον για την διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που δεν καθορίστηκαν ακόμη ειδικά, τιμωρείται με …» (παράγραφος 1 – απόδοση στη δημοτική) υπό τον αναγκαίως ομοίως ενοποιημένο τίτλο «σύσταση και συμμορία». Όπως ευθέως συνάγεται από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, η περιγραφή των πράξεων παρέμεινε ίδια με εκείνη του Ποινικού Νόμου: σύσταση = συμφωνία προς διάπραξη αξιόποινης πράξης & συμμορία = ένωση για τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων). Κατά συνέπεια, κανένας λόγος δεν συνέτρεχε να μεταβληθεί το όνομα του εγκλήματος (από «σύσταση» και «συμμορία» σε κάτι άλλο), καθώς παρέμεναν δόκιμοι αμφότεροι, αλλά, κυρίως, παρέμεναν εγχαραχθέντες στη συνείδηση των ελλήνων νομικών, καθώς χρησιμοποιούνταν με αναλλοίωτο το εννοιολογικό τους περιεχόμενο ήδη επί 130 συναπτά έτη. Κατά συνέπεια, η έκφραση «κατηγορούνται για σύσταση και συμμορία» ήταν, από κάθε άποψη, η πλέον δόκιμη και ενδεδειγμένη (με απολύτως απαραίτητη τη χρήση του συνδετικού «και», εφ’ όσον όριζαν δύο διαφορετικούς τρόπους εμφάνισης του ίδιου εγκλήματος) μέχρι και τα μέσα του 2001, οπότε, όπως ήδη αναφέρθηκε, το οικείο άρθρο αναμορφώθηκε πλήρως, τιτλοφορούμενο έκτοτε «Εγκληματική οργάνωση», καλούμενο πλέον να καλύψει πληθώρα σύγχρονων εκφάνσεων του οργανωμένου εγκλήματος. Μολοντούτο, και σήμερα ακόμη χρησιμοποιείται δικαιολογημένα, ακόμη και μεταξύ νομικών, ο όρος «σύσταση και συμμορία», ο οποίος παραμένει, κατά τη γνώμη μου, δόκιμος, στο μέτρο που δόκιμη παραμένει η «υπεύθυνη δήλωση του νόμου 105», κι ας έχει καταργηθεί ο νόμος αυτός ήδη από το 1986…
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ευχαριστούμε θερμά, ArisTsoukalas, για τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία — και καλωσήρθες στη Λεξιλογία!
 

nickel

Administrator
Staff member
Να ευχαριστήσω κι εγώ για την εξήγηση της διαδρομής του όρου. Πολύτιμα στοιχεία! Τώρα θα τρέχω να ψάχνω για την ιστορία της... στάσης (κατά τής πολιτειακής εξουσίας).
 

ArisTsoukalas

New member
Σας ευχαριστώ πολύ. Αξιέπαινο το επίτευγμά σας εδώ πέρα. Καλώς σας βρήκα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Να θυμίσω τη διαφορά ανάμεσα στις συνιστώσες και τη συνισταμένη: οι συνιστώσες (component forces, components) είναι οι επιμέρους δυνάμεις που αθροίζονται και δημιουργούν τη συνισταμένη (resultant force, resultant).

Αγγλικό παράδειγμα (παράφραση κειμένου βιβλίου):
The resultant force would have been different if one of the component forces had been absent, or a different component had been added. Given a set of components, there is only one resultant that they make, while given a resultant alone, one cannot infer the component forces, as a potential infinity of different components could make up the same resultant.

(Βλέπουμε συχνά να γράφουν για συνισταμένες της κρίσης όταν εννοούν συνιστώσες, δηλαδή αίτια.)

Για τα εκτρωματικά απολιθώματα του είδους συνισταμένες, προϊσταμένες, ηγουμένες, ελπίζω κάποια στιγμή να βγάλω τα απωθημένα μου στο αρμόδιο νήμα:
http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?1801-προϊστάμενη
 
Top