SBE said:
Το καφεκοπτείο της γειτονιάς μας ήταν απέναντι από το νηπιαγωγείο μου. Και είναι ακόμα, μόνο που εγώ δεν είμαι εκεί να απολαμβάνω τη μυρωδιά όποτε καβουρδίζει καφέ. Νομίζω άλλωστε ότι δεν έχει πλέον την παλιά και τεράστια μηχανή αλλά κάτι μοντέρνα πράματα στο βάθος. Και, ω, καιροί, ω, ήθη, τώρα πουλάει και βότανα για αφεψήματα.
Το -ας πούμε- καφεκοπτείο της γειτονιάς μου, μέχρι μια εποχή, ήταν ακριβώς κάτω από το δωμάτιό μου!
Τι καφεκοπτείο, δηλαδή, ένα μαγαζάκι τοσοδά, δύο επί τρία (κυριολεκτικά) αφού στην πραγματικότητα ήταν ο διάδρομος της πίσω αυλής του αποκατινού προσφυγικού σπιτιού, που από την πίσω μεριά είχε κλειστεί με ένα τοιχάκι μονότουβλο κι από μπροστά η φάτσα του ήταν μια στενή πορτούλα και άλλη τόση τζαμαρία-βιτρίνα, ξύλινη στο κάτω μέρος, τζαμένια στο πάνω.
Η πόρτα, λοιπόν, αντιστοιχούσε στον χώρο του μαγαζιού όπου περίμενε ο πελάτης. Κι αν στεκόσουν μπροστά στον πάγκο, ο άλλος έπρεπε να σταθεί δίπλα σου, γιατί σχεδόν δεν χωρούσε να περάσει από πίσω...
Από την άλλη μεριά του πάγκου στεκόταν ο μαγαζάτορας, ο αγαπημένος κυρ-Μιχάλης, που δυο τρεις φορές τη βδομάδα με ξυπνούσε με το χχχχσσατ -χχχχσατ -χχχχσατ του ηλιόσπορου που λιχνιζόταν στο, πελώριο για τα παιδικά μου μάτια, κόσκινο πριν καταλήξει στο κουτί του με το λοξό γυάλινο καπάκι· γιατί μπορεί να αγόραζε με φύρα ο κυρ-Μιχάλης, αλλά δεν καταδεχόταν να πουλήσει με φύρα στους πελάτες του. Μόνο εκλεκτό ηλιόσπορο, αλατισμένο και ανάλατο, φρέσκο και τραγανό, αποθηκευμένο σε λιγοστές ποσότητες δίπλα στα άλλα κουτιά, αυτά με τον πασατέμπο, το μαλακό και το σκληρό στραγάλι, τη σταφίδα, την καρυδόψιχα και την αμυγδαλόψιχα για τα γλυκά μας, τις κόκκινες και πράσινες μέντες -σαν μικρές ζαχαρωμένες καμπανούλες- τις καραμέλες γάλακτος, και τις άλλες, τις "καλές", τις τυλιγμένες στο ψιλόχαρτο: τις
τσάρλεστον.
Δίπλα στην πόρτα, αριστερά όπως έμπαινες, κρεμασμένα "χαρτάκια" με πιπέρι και μαστίχα, στο φαρδύ συρτάρι κάτω από τον πάγκο μαύροι και καφέ φιλέδες για τα μαλλιά, τσιμπιδάκια και φουρκέτες και χτένες και πίσω, πάνω από τα κουτιά με τα γυάλινα λοξά καπάκια, τα ράφια με τις πεντέξι κολινός, τα πεντέξι ομόρ, τα πεντέξι πάλμολιβ. Και σε μια διακριτική καβάντζα κάτω από τον πάγκο, τα χαρτιά υγείας -μονά, τυλιγμένα σε χάρτινο περιτύλιγμα.
Σ' εκείνο εκεί το μαγαζάκι των θαυμάτων με έστελνε η γιαγιά Μαρία να αγοράσω εκατό δράμια καφέ· με έντεκα δραχμές, αν δεν απατά η μνήμη.
Και ο κυρ-Μιχάλης έπαιρνε με τη σεσουλίτσα του από το κουτί με το λοξό γυάλινο καπάκι τον φρεσκοκαβουρδισμένο καφέ που μοσχομύριζε, τον έβαζε σε ένα σακουλάκι από λεπτό χαρτί σαν ημιδιάφανη λαδόκολλα, τον ζύγιζε στη
μπρούτζινη ζυγαριά του με τα ζύγια που με μάγευαν, πρόσθετε ή αφαιρούσε -ανάλογα- μια ελάχιστη ποσότητα (αφού το ακονισμένο μάτι του τον είχε ζυγίσει από τα πριν) κι έπειτα χτυπούσε απαλά το σακουλάκι πάνω στον πάγκο για να κατακάτσει ο καφές. Ύστερα, δίπλωνε πρώτα τις δύο άκρες του σακουλιού προς τα μέσα, έπειτα άλλη μια φορά το οδοντωτό χείλος που περίσσευε και άλλη μία όλο μαζί, το πίεζε καλά καλά, έτσι που να τσακίσει το χαρτί και να μην ανοίγει, και στο τέλος ξάπλωνε το σακουλάκι στοργικά με το πλευρό πάνω στον πάγκο και το περνούσε πάνω-κάτω με την κόψη της παλάμης του για να το κάνει πλακέ. Κι όταν επιτέλους έμενε ευχαριστημένος με το έργο των χειρών του, σου παρέδιδε χαμογελαστός το σακουλάκι και έπαιρνε το δίκαιον όφλημα.
Κι εγώ, περιχαρής, γυρνούσα τα πέντε μέτρα που με χώριζαν από τα σκαλοπάτια και την εξώπορτα του πατρικού με τη μύτη κολλημένη στο ημιδιάφανο σακουλάκι που ευώδιαζε για να το παραδώσω στη γιαγιά Μαρία.
Ναι, όπως έλεγε ο Καζαντζάκης
(στον Καπετάν Μιχάλη; Στην Αναφορά στον Γκρέκο; Δε θυμάμαι πια...) ότι η παιδική του ηλικία μύριζε γαζία, τα δικά μου πρώτα χρόνια μύριζαν καφέ. Ελληνικό. :)
Ουπς! Πάλι το ύφανα το σεντονάκι.
Δεν πειράζει. Για τον κυρ-Μιχάλη, ρε γαμώτο! Επειδή ήταν μεγάλη παράλειψη πριν...