Λοιπόν, για όποιον ενδιαφέρεται, μια σύντομη ανιστόρηση της προσωπικής μου σχέσης με τον καφέ.
Έμαθα να ψήνω ελληνικό στα πέντε μου, χάρη στη μερακλού γιαγιά Μαρία που με μύησε από νωρίς στα μυστικά του: πώς γίνεται ο μέτριος, πώς ο γλυκός, πώς ο βαρύς, πώς ο σκέτος για κάποιους θειούς που είχαν ζάχαρο. Πώς να μη μου σπάει το καϊμάκι -αλλά και να μη μένει άψητος ο καφές-, πώς να κάνω χοντρές φουσκάλες για τους ιδιότροπους που ήξερα ότι κατά βάθος το ζητούσαν ("γούρι, γούρι"), πώς να "μου χύνεται" τεχνηέντως από το χείλος για να αναφωνώ περιχαρής: Α! Λεφτά θα πάρεις! Πώς να σερβίρω χωρίς να μένει πολύ κενό από το χείλος του φλιτζανιού και να μη φαίνεται τσουρούτικος, αλλά και χωρίς να τον φισκάρω, για να μη φαίνεται τσαπατσούλικος. Πώς να τον βάζω με ένα ποτήρι δροσερό νερό στο δισκάκι και να τον σερβίρω με ευγένεια (τύφλα να ΄χει η γιαπωνέζικη ιεροτελεστία του τσαγιού), πώς να τακτοποιώ δίπλα του το πιατάκι με τα βουτήματα για τις κυρίες...
Η γιαγιά Μαρία ήταν αυτή που έριχνε λίγο καφέ στο πιατάκι του φλιτζανιού της και μου έδινε να τον γευτώ όταν η ηλικία μου δεν επέτρεπε ακόμα τέτοιες... καταχρήσεις. Η γιαγιά Μαρία ήταν αυτή που ανακάτευε λίγο ταχίνι στον καφέ της (εκείνη τον έλεγε πάντα τούρκικο) τις μέρες της νηστείας. Έπινε καφέ για πρωινό, μαζί με μια μικρή φέτα ψωμί και ένα επίσης μικρό κομμάτι... φέτα! Και το απόγευμα έναν δεύτερο -πάντα σε μικρό φλιτζάνι, πάντα μέτριο, πάντα με ένα ποτήρι δροσερό νερό από δίπλα. Και τσάι μόνο όταν... αρρώσταινε!
Αργότερα μού έμαθαν ότι ο καφές είναι το μόνο ρόφημα που όταν το σερβίρουμε δεν λέμε ποτέ στην υγειά σας, γιατί μια πτυχή του είναι ο καφές της παρηγοριάς. Αν και ποτέ δεν πείστηκα ολότελα γι' αυτό, ωστόσο, ομολογώ ότι με πιάνει μια μικρή δυσφορία όταν κάποια νεαρή και ευγενής σερβιτόρα μου λέει "στην υγειά σας" καθώς αφήνει μπροστά μου το φλιτζάνι.
Κάπου εκεί στα δώδεκα, ήρθα σε επαφή με το Νεσκαφέ. Έμαθα πολύ γρήγορα να τον χτυπάω στο σέικερ με ζάχαρη και γάλα... και να φτιάχνω κάτι σαν μιλκσέικ με γεύση μόκα! Ένα καλοκαίρι, λοιπόν, μια μέρα που έκανε απίστευτη ζέστη, άρχισα να φτιάχνω το ένα "μιλκσέικ" μόκα μετά το άλλο απογεμίζοντας το ποτήρι με παγάκια, ώσπου στο τέλος άρχισα να τρέμω και να χοροπηδάω χειρότερα από το σέικερ. Οβερντόουζ καφεΐνης, ήταν η διάγνωση --και έκανα τρεις μέρες να κοιμηθώ σαν άνθρωπος.
Ο
νεσκαφές ήταν ο σύντροφος της εφηβείας μας, η μόνιμη παραγγελιά στις καφετέριες της Πασαρέλας του Πασαλιμανιού --τότε που το χειμώνα από παντού ακουγόταν το κλικιτικλίκ του κουταλιού μέσα στο φλιτζάνι καθώς ετοιμαζόταν η παχιά κρέμα που μετά θα γινόταν ο ζεστός καφές ενώ το καλοκαίρι κατέφθαναν οι ποτηράκλες με τη φραπεδιά.
Καφές και τσιγάρο, τσιγάρο και καφές...
Πέρασαν τα χρόνια, άλλαξαν τα ήθη --αλλά ο καφές πάντα εκεί. Πάντα σύντροφοι πρωινοί, ν' ανοίξει το μάτι, να πάρει μπροστά το μυαλό. Κι απογευματινοί -να φύγει η υπνηλία, η ζαλούρα από το κόλλημα των ματιών σε μια οθόνη, η πλήξη... Σύντροφοι βραδινοί, για το ξενύχτι της μελέτης, της δουλειάς, της αναμονής. Αλλά και καφέδες χωρίς αιτία, για την απόλαυση και μόνο. Κι όταν το τσιγάρο αναχώρησε δια τας αιωνίους μονάς, ο καφές συνέχισε ακάθεκτος το θριαμβευτικό ταξίδι του. Μόνος. Κι όταν κάποτε χρειάστηκε να τον αποχωριστώ προσωρινά, η απουσία του ήταν αφόρητη.
Με τη σειρά ερωτευτήκαμε τους εσπρέσο και τους καπουτσίνο, τους λάτε και τους φρέντο, τους σκέτους ή με διάφορα αρώματα (εγώ πάλι όχι ;) Το μόνο άρωμα που μου αρέσει στον καφέ είναι... του καφέ). Λίτρα και λίτρα και
λίτρα καφέ.
Χρόνια τώρα, η πρώτη φροντίς το πρωί --που έλεγε και η διαφήμιση-- να μπει μπροστά η καφετιέρα με τον "γαλλικό" -αυτόν, του φίλτρου, ντε- και μετά όλα τ' άλλα.
Όπως κάθε μάγκας που σέβεται τον εαυτό του -
το ούζο πίνω
ανέρωτο και τον καφέ μου σκέτο. Αν και αθεράπευτα γλυκατζού, είναι το μόνο πράγμα που θέλω να μην έχει ούτε κόκκο ζάχαρη, για να νιώθω το άρωμά του και τη γεύση του. Μόνο μια σταγόνα γάλα, που κι αυτό το βλέπω σιγά σιγά να του αδειάζει τη γωνιά. Σαν ένας Πικάσο που πέταξε από πάνω του κάθε περιττό πλουμίδι και κατέληξε στην απόλυτη αφαίρεση, για να μείνει μόνο η ουσία της ποίησής του.
Εδιτ. Αν θέλετε, διαγράψτε τη λέξη "σύντομη" που έγραψα πάνω πάνω