Ήταν και είναι απαράδεκτο απεργοσπάστες συνάδελφοι σε παλαιότερες απεργίες να ενθυλακώνουν τις μισθολογικές αυξήσεις που με κόστος κέρδισαν κάποιοι άλλοι.
Να καταθέσω κι εγώ, ήρεμα και απλά, μια μικρή προσωπική ιστορία, για όποιον έχει όρεξη να διαβάζει.
Τη χρονιά που πρωτοδιορίστηκα, είχα δεν είχα κλείσει έναν μήνα εργασίας, η ΟΛΜΕ κήρυξε δύο αλλεπάλληλες 48ωρες απεργίες. Όντας νεοσύλλεκτος, δεν ένιωθα ότι είχα κάποιο λόγο να απεργήσω. Τα αιτήματα δεν τα καλογνώριζα, δεν πρέπει καν να είχα λάβει τον πρώτο μου μισθό. Πολύ περισσότερο με ενδιέφερε να δουλέψω ώστε να αποκτήσω διδακτική εμπειρία, να βελτιώσω τις ελλιπέστατες διδακτικές μου δεξιότητες. Με ανησυχούσε επίσης το γεγονός ότι θα έχανα κάποια μονόωρα μαθήματα και ότι θα έκανα τρεις βδομάδες να ξαναδώ μαθητές που δεν είχα προλάβει να μάθω ούτε φατσικά. Ωστόσο αποφάσισα να απεργήσω, ακριβώς για τον λόγο που αναφέρει ο Ντράζεν: επειδή θεωρούσα ότι δεν θα ήταν σωστό να δρέψω τα οφέλη μιας κινητοποίησης την οποία, με την πράξη μου, είχα σαμποτάρει.
Με τα χρόνια άλλαξα στάση κυρίως επειδή δεν μπορούσα, με κανέναν απολύτως τρόπο, να συνταχθώ με τις θέσεις της ΟΛΜΕ στο ζήτημα της αξιολόγησης, οι οποίες ένιωθα και νιώθω ότι με προσβάλλουν ως άτομο —όπως σίγουρα θα γνωρίζετε όσοι έχετε διαβάσει τις σχετικές αναρτήσεις μου στο νήμα για την εκπαίδευση. Έτσι εντάχθηκα, αρχικά με κάποιες ενοχές και αργότερα χωρίς, στις τάξεις των υπανθρώπων απεργοσπαστών του Λόντον. Σήμερα πια διαφωνώ και με το αίτημα της ΟΛΜΕ για μισθολογικές αυξήσεις (αν αυτό σας φαίνεται περίεργο, μπορούμε να το συζητήσουμε χωριστά), οπότε οι ενοχές μου έχουν πια εξανεμιστεί πλήρως.
Η διαφωνία μου με τα αιτήματα των απεργιών μού παρείχαν την ηθική δικαιολόγηση που χρειαζόμουν για να αποδεχθώ την —ομολογουμένως δύσκολη αρχικά— απόφασή μου να σταματήσω να απεργώ. Από τη στιγμή που διαφωνώ με τα αιτήματα μιας απεργίας, πιστεύω ότι το
σωστό είναι να
μην απεργήσω. Την ιδέα ότι θα έπρεπε να υποτάξω τη θέλησή μου στη θέληση της πλειοψηφίας τη βρίσκω όχι μόνο σκοταδιστική αλλά και άκρως επικίνδυνη. Οι αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού μπορεί να φάνηκαν χρήσιμες στον Λένιν, αλλά εμένα δεν με αφορούν.
Μπορεί εγώ προσωπικά να δικαιολογώ την απόφασή μου να μην απεργήσω με το επιχείρημα ότι διαφωνώ με τα αιτήματα της απεργίας, αλλά κάποιος άλλος μπορεί ενδεχομένως να ισχυριστεί ότι συμφωνεί μεν με τα αιτήματα της απεργίας αλλά δεν απεργεί επειδή δεν θέλει να χάσει το μεροκάματο ή επειδή φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά του ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Είναι αυτή η στάση ηθικά αποδοκιμαστέα; Ενδεχομένως ναι, όπως ηθικά αποδοκιμαστέα μπορεί κάλλιστα να θεωρήσει κανείς και τη δική μου στάση. Από αυτό το σημείο όμως μέχρι το να αφαιρεθεί το δικαίωμα της μη απεργίας ή να θεωρούνται οι απεργοσπάστες υπάνθρωποι, υπάρχει τεράστια απόσταση. Και πρέπει να σας πω ότι το κείμενο του Λόντον το βρίσκω εξόχως ανατριχιαστικό. Όσο κι αν αγαπώ τον Λόντον από τα παιδικά και εφηβικά μου αναγνώσματα (συμπεριλαμβανομένης
και της Σιδερένιας Φτέρνας), δεν βλέπω σε τι το ουσιαστικό διαφέρει ο υπάνθρωπος απεργοσπάστης του Λόντον από τον υπάνθρωπο μετανάστη της συζύγου Μιχαλολιάκου.
Τα γράφω όλα αυτά για να πω ότι κατανοώ το επιχείρημα του Ντράζεν και εν μέρει το αποδέχομαι, αλλά ως ένα επιχείρημα με ηθική διάσταση και μόνο. Αν θέλουμε να ζούμε σε μια ελεύθερη κοινωνία, σε ένα κράτος δικαίου, τότε οφείλουμε να αποδεχόμαστε και να προασπίζουμε τη διαφορετικότητα του καθενός. Και όχι μόνο τη διαφορετικότητα που μας αρέσει, αλλά, πρώτα και κύρια, εκείνη που
δεν μας αρέσει. Οφείλουμε να αποδεχόμαστε την ελευθερία του απεργοσπάστη όσο αποδεχόμαστε την ελευθερία του απεργού. Μπορούμε κάλλιστα, αν θέλουμε, να στιγματίσουμε τον απεργοσπάστη ως ανήθικο, αλλά οφείλουμε να σεβαστούμε το δικαίωμά του να συμπεριφέρεται ανήθικα. Το να υπερασπίζεσαι κάποιον που κάνει κάτι με το οποίο συμφωνείς είναι ασφαλώς θεμιτό, αλλά είναι και εύκολο. Αυτό που είναι δύσκολο είναι να υπερασπιστείς το δικαίωμα κάποιου να κάνει κάτι με το οποίο
δεν συμφωνείς.
Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ελευθερία είναι μια πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη έννοια, ιδίως σε χώρες όπως η Ελλάδα, που όχι μόνο έχει βαθιά θρησκευτική παράδοση αλλά και μακρά παράδοση στον χώρο των αριστερών ιδεών. Και αν τη σύγκρουση της θρησκείας με την ελευθερία την είχα αντιληφθεί από πολύ νωρίς στη ζωή μου και την είχα εξηγήσει ικανοποιητικά, τη σύγκρουση της Αριστεράς με την ελευθερία ομολογουμένως άργησα αρκετά να την κατανοήσω, παρά το γεγονός ότι, κινούμενος από μικρός σε χώρους αριστερών ιδεών, την έβλεπα παντού γύρω μου. Σήμερα πια πιστεύω ότι η βασική δυσκολία των περισσότερων που έχουν γαλουχηθεί με αριστερές ιδέες δεν είναι το να αναγνωρίσουν γενικά ελευθερίες στους άλλους, αλλά το να αναγνωρίσουν ένα συγκεκριμένο είδος ελευθερίας: την ελευθερία της επιδίωξης του ατομικού συμφέροντος σε βάρος του συλλογικού. Κι αυτό επειδή η ελευθερία αυτή συγκρούεται ευθέως με την αριστερή παράδοση της πρόταξης του συλλογικού συμφέροντος πάνω από το ατομικό. Έτσι, για παράδειγμα, η ελευθερία του απεργοσπάστη δεν αναγνωρίζεται γιατί ο απεργοσπάστης, ασκώντας το δικαίωμά του στην εργασία, υπηρετεί το ατομικό του συμφέρον στρεφόμενος ενάντια σε ένα συλλογικό αίτημα.
Το πρόβλημα όμως με αυτή τη συλλογιστική είναι ότι καταργεί τις ατομικές ελευθερίες και υποτάσσει το άτομο στο σύνολο. Πέραν αυτού, αφήνει αναπάντητο και το ερώτημα: τι είναι αυτό το «συλλογικό συμφέρον»; Πώς ορίζεται; Ποιος το καθορίζει; Ο ορισμός του συλλογικού συμφέροντος είναι από μόνος του ιδιαίτερα προβληματικός. Όπως όμως κι αν οριστεί, η μη αναγνώριση της ελευθερίας του ατόμου να διαφοροποιηθεί από τη θέληση των πολλών είναι το πρώτο βήμα προς τον ολοκληρωτισμό. Οδηγεί στην πλήρη καταδυνάστευσή του, την αφαίρεση όλων των ελευθεριών του πλην εκείνων που συμφωνούν με τη γενική βούληση. Με άλλα λόγια: είσαι απόλυτα ελεύθερος να κάνεις ό,τι
εμείς θέλουμε.