rogne
¥
Δικαιολογημένη μου φαίνεται η λεξικογραφική διεύρυνση της "απεργίας" (άρα και του "απεργοσπάστη"), αφού η ίδια η έννοια της εργασίας έχει εκ των πραγμάτων διευρυνθεί κι αυτή απεριόριστα σήμερα, όπως υπαινίχθηκε, νομίζω, από πολύ νωρίς σε αυτό το νήμα ο Δρ. 7χ. Ο δε Λόντον φυσικά δεν είχε κατά νου τους δημόσιους υπάλληλους ή τους ταξιτζήδες όταν έγραφε τα τρομοκρατικά του περί απεργοσπαστών (τα οποία και παρέθεσα προβοκατόρικα, ομολογουμένως): βιομηχανικούς εργάτες σκεφτόταν, αφού αυτούς έβλεπε και αυτούς αναγνώριζε ως εργαζόμενους.
Εξακολουθώ ωστόσο να βρίσκω ενδιαφέρον ότι στα καθ' ημάς όχι μόνο βιομηχανικούς εργάτες δεν σκεφτόμαστε όταν μιλάμε ή ακούμε για απεργίες και απεργοσπάστες, αλλά ούτε καν τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα εν γένει: μόνο δημόσιους υπάλληλους και ιδιοκτήτες/επιχειρηματίες βρίσκουμε ως πρόχειρα παραδείγματα, συν βέβαια όλα τα άλλα κατ' αναλογία παραδείγματα που αναφέρονται κατά καιρούς, όπως εν προκειμένω η φοιτήτρια. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, βέβαια, δεν έχουν και πολύ νόημα οι ορισμοί και οι αντιπαραθέσεις περί απεργιών και απεργοσπαστών, αφού όλα γίνονται (μικρο)πολιτικά. Υποστηρίζουν πολιτικά κάποιοι φοιτητές την ΠΟΕ-ΟΤΑ, άρα αμέσως γίνεται "απεργοσπάστρια" η φοιτήτρια που δεν την υποστηρίζει, όχι όμως επειδή οι πρώτοι είναι "πολιτικάντηδες" ενώ η τελευταία όχι, αλλά επειδή όλοι οι εμπλεκόμενοι φέρονται "πολιτικάντικα", με την έννοια ότι κάνουν πολιτική πάνω στην απεργία ή τη μη απεργία άλλων. Στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι έχουν το (αμφίβολης αξίας) προνόμιο να ψηφίζουν ή να καταψηφίζουν τον εργοδότη τους, ή τουλάχιστον να έχουν για την πολιτική του μια άποψη που μετράει και μετριέται, ο "πολιτικαντισμός" γίνεται άμεσος, σαν πολιτική προτίμηση που καθορίζει από μόνη της την εργασιακή συμπεριφορά: προφανώς, γιατί ένας δημόσιος υπάλληλος να κάνει απεργία μαζί με το σωματείο του αν συμφωνεί με την εκάστοτε πολιτική της κυβέρνησης, την οποία κάλλιστα μπορεί να έχει ψηφίσει κιόλας; Τι νόημα έχει να λέγεται απεργοσπάστης σε αυτή την περίπτωση; Όταν πήγαινα εγώ σχολείο λέγαμε "ο/η τάδε καθηγητής/καθηγήτρια κάνει/δεν κάνει απεργία, είναι αριστερός,-ή/πασοκτζής-πασοκτζού κλπ.". Κομματικά τους χαρακτηρίζαμε τους ανθρώπους (και καλά κάναμε), όχι με γνώμονα την ίδια τη στάση τους στις απεργίες, σαν "απεργούς" ή "απεργοσπάστες".
Αυτό πάντως με το οποίο εγώ εξακολουθώ να έχω πρόβλημα είναι το να κάνουμε αφαίρεση από όλα αυτά (και πολλά άλλα τέτοιου τύπου), να παριστάνουμε ότι δεν έχουν και τόση σημασία, και να πηγαίνουμε κατευθείαν στις λέξεις, εκτός όλων των συμφραζομένων, προκειμένου ν' αντλήσουμε συμπεράσματα για την έννοιά τους. Ο κίνδυνος εδώ είναι ότι τα συμπεράσματά μας θα είναι βαρέως προκατειλημμένα: με όλα αυτά που βλέπουμε/ακούμε/διαβάζουμε, αρχίζουμε να σκεφτόμαστε ότι η ίδια η έννοια της απεργίας δεν έχει νόημα, ότι απεργοσπάστες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο της προόδου του ανθρώπινου πνεύματος/του ανθρώπινου πολιτισμού/του Λόγου στην Ιστορία κλπ., αφού όλοι πλέον είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε, και πάει λέγοντας. Μπροστά σε μια τέτοια προκατάληψη, ο Λόντον εμένα συνεχίζει να μου φαίνεται εντελώς επίκαιρος, έστω και μόνο ως memo. Και απεργίες υπάρχουν ακόμα και απεργοσπάστες. Αλλά χρειάζεται τώρα πολύ ξεσκόνισμα στην επιφάνεια για να φανεί τι είναι τι.
Εξακολουθώ ωστόσο να βρίσκω ενδιαφέρον ότι στα καθ' ημάς όχι μόνο βιομηχανικούς εργάτες δεν σκεφτόμαστε όταν μιλάμε ή ακούμε για απεργίες και απεργοσπάστες, αλλά ούτε καν τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα εν γένει: μόνο δημόσιους υπάλληλους και ιδιοκτήτες/επιχειρηματίες βρίσκουμε ως πρόχειρα παραδείγματα, συν βέβαια όλα τα άλλα κατ' αναλογία παραδείγματα που αναφέρονται κατά καιρούς, όπως εν προκειμένω η φοιτήτρια. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, βέβαια, δεν έχουν και πολύ νόημα οι ορισμοί και οι αντιπαραθέσεις περί απεργιών και απεργοσπαστών, αφού όλα γίνονται (μικρο)πολιτικά. Υποστηρίζουν πολιτικά κάποιοι φοιτητές την ΠΟΕ-ΟΤΑ, άρα αμέσως γίνεται "απεργοσπάστρια" η φοιτήτρια που δεν την υποστηρίζει, όχι όμως επειδή οι πρώτοι είναι "πολιτικάντηδες" ενώ η τελευταία όχι, αλλά επειδή όλοι οι εμπλεκόμενοι φέρονται "πολιτικάντικα", με την έννοια ότι κάνουν πολιτική πάνω στην απεργία ή τη μη απεργία άλλων. Στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι έχουν το (αμφίβολης αξίας) προνόμιο να ψηφίζουν ή να καταψηφίζουν τον εργοδότη τους, ή τουλάχιστον να έχουν για την πολιτική του μια άποψη που μετράει και μετριέται, ο "πολιτικαντισμός" γίνεται άμεσος, σαν πολιτική προτίμηση που καθορίζει από μόνη της την εργασιακή συμπεριφορά: προφανώς, γιατί ένας δημόσιος υπάλληλος να κάνει απεργία μαζί με το σωματείο του αν συμφωνεί με την εκάστοτε πολιτική της κυβέρνησης, την οποία κάλλιστα μπορεί να έχει ψηφίσει κιόλας; Τι νόημα έχει να λέγεται απεργοσπάστης σε αυτή την περίπτωση; Όταν πήγαινα εγώ σχολείο λέγαμε "ο/η τάδε καθηγητής/καθηγήτρια κάνει/δεν κάνει απεργία, είναι αριστερός,-ή/πασοκτζής-πασοκτζού κλπ.". Κομματικά τους χαρακτηρίζαμε τους ανθρώπους (και καλά κάναμε), όχι με γνώμονα την ίδια τη στάση τους στις απεργίες, σαν "απεργούς" ή "απεργοσπάστες".
Αυτό πάντως με το οποίο εγώ εξακολουθώ να έχω πρόβλημα είναι το να κάνουμε αφαίρεση από όλα αυτά (και πολλά άλλα τέτοιου τύπου), να παριστάνουμε ότι δεν έχουν και τόση σημασία, και να πηγαίνουμε κατευθείαν στις λέξεις, εκτός όλων των συμφραζομένων, προκειμένου ν' αντλήσουμε συμπεράσματα για την έννοιά τους. Ο κίνδυνος εδώ είναι ότι τα συμπεράσματά μας θα είναι βαρέως προκατειλημμένα: με όλα αυτά που βλέπουμε/ακούμε/διαβάζουμε, αρχίζουμε να σκεφτόμαστε ότι η ίδια η έννοια της απεργίας δεν έχει νόημα, ότι απεργοσπάστες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο της προόδου του ανθρώπινου πνεύματος/του ανθρώπινου πολιτισμού/του Λόγου στην Ιστορία κλπ., αφού όλοι πλέον είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι θέλουμε, και πάει λέγοντας. Μπροστά σε μια τέτοια προκατάληψη, ο Λόντον εμένα συνεχίζει να μου φαίνεται εντελώς επίκαιρος, έστω και μόνο ως memo. Και απεργίες υπάρχουν ακόμα και απεργοσπάστες. Αλλά χρειάζεται τώρα πολύ ξεσκόνισμα στην επιφάνεια για να φανεί τι είναι τι.