Οι τελευταίες μέρες του Έρικ Χομπσμπάουμ
Ο μεγάλος ιστορικός με τα μάτια της κόρης του
Περίπου ένα εξάμηνο μετά το θάνατο του μεγάλου μαρξιστή ιστορικού, η κόρη του, η 49χρονη Τζούλια Χομπσμάουμ, γράφει στους
Φαινάνσιαλ Τάιμς, ένα εκπληκτικό κείμενο για τον πατέρα της. Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα:
Ο πατέρας μου πέθανε στα 95 του χρόνια, με πολυάριθμες εκδόσεις των βιβλίων του σε πολλές γλώσσες, με αμέτρητες τιμητικές διακρίσεις και με την αναγνώριση ανθρώπων όλων των ηλικιών και απ’ όλες τις τάξεις.
Η τέφρα του Χομπσμπάουμ θάφτηκε στο κοιμητήριο του Χαϊγκέιτ, σε έναν τάφο πολύ κοντά στον τάφο του Καρλ Μαρξ. Ο τάφος αυτός είχε αγοραστεί πριν από αρκετά χρόνια από τη Μαρλέν, τη σύζυγο του Χομπσμάουμ -«ήταν μια σπάταλη πράξη αγάπης», εξηγεί η Τζούλια Χομπσμπάουμ.
Η μητέρα μου είναι σήμερα 81 ετών και επί 50 χρόνια ήταν η ατραγούδιστη μούσα του πατέρα μου. Φοιτητές, εκδότες, δημοσιογράφοι, κανάλια διεκδικούσαν το χρόνο του πατέρα μου κι αυτή έπρεπε να τους αντιμετωπίσει. Ταυτόχρονα, ήταν ο πρώτος γενικός αναγνώστης των έργων του.
Του πατέρα μου του άρεσε που θα κατέληγε στο Χαϊγκέιτ. Η ανατολική πτέρυγα του κοιμητηρίου είναι γεμάτη εικονοκλάστες της διανόησης. Τον φαντάζομαι, με τα γυαλιά τραβηγμένα πάνω από το ψηλό του μέτωπο, να κοιτάζει με το πρεσβυωπικό του βλέμμα τον οδηγό που έχει τυπώσει ο Όμιλος Φίλων του Κοιμητηρίου Χαϊγκέιτ και να διαβάζει το δικό του βιογραφικό…
Για κάποιον που διάβαζε διαρκώς και δεν άφησε ούτε μία ημέρα της ζωής του να περάσει χωρίς ανάγνωση (του άρεσε η ποίηση του Γ.Χ. Όντεν και τα μυθιστορήματα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και του Κάρλος Φουέντες, καθώς και τα θεωρητικά κείμενα πολιτικής οικονομίας), φαίνεται ταιριαστός αυτός ο τόπος ανάπαυσης ανάμεσα σε συγγραφείς και πολιτικούς αγωνιστές με τους οποίους είτε είχε κάνει παρέα ενόσω ζούσε είτε θα έκανε ευχαρίστως παρέα αν είχαν γνωριστεί.
Η Τζούλια Χομπσμάουμ γράφει για το πόσο κοινωνικός ήταν ο πατέρα της και περιγράφει το πώς, στη δεκαετία του ’70, μαζεύονταν κάθε Χριστούγεννα στο σπίτι τους ακαδημαϊκοί από όλο τον κόσμο οι οποίοι, όπως έλεγε η μητέρα της, «δεν είχαν πουθενά αλλού να πάνε μέχρις ότου ξανανοίξει το Βρετανικό Μουσείο». Αργότερα, στο εξοχικό τους, φιλοξενούνταν συγγραφείς και διανοητές όπως ο οικονομολόγος Αμάρτια Σεν, καθώς και ο θεατρικός συγγραφέας Τομ Στόπαρντ που ο χαρακτήρας του Κόκκινου Πρύτανη του Κέμπριτζ στο έργο του
Ροκ εν Ρολ είναι εμπνευσμένος από τον Χομπσμπάουμ.
Η αγάπη του για το διάβασμα
Στο μαιευτήριο που γεννήθηκα, το 1964, η μητέρα μου είπε στη μαία ότι για να αναγνωρίσει τον πατέρα μου αρκεί να βγει στο διάδρομο και να βρει εκείνον τον κύριο που αντί να πηγαινοέρχεται πάνω κάτω όπως όλοι, κάθεται και διαβάζει. Κάποτε, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη Σεβίλλη, διάβασε τον τηλεφωνικό κατάλογο κι έφτασε έως το γράμμα Η. Η περιέργειά του ήταν ακόρεστη και αυτό ευχόταν να έχουν τα εγγόνια του: περιέργεια. Διάβαζε τα πάντα και συχνά στα ισπανικά, τα ιταλικά, τα γερμανικά ή τα γαλλικά.
Για δύο χρόνια περίπου ο τάφος που είχαμε αγοράσει έμεινε αχρησιμοποίητος, αν και η ασθένεια και η προχωρημένη ηλικία έφεραν πολλές φορές τον πατέρα μου στο κατώφλι του θανάτου. Τους τελευταίους μήνες κυκλοφορούσε με αναπηρικό καροτσάκι και πηγαινοερχόταν διαρκώς από το σπίτι στο νοσοκομείο. Οι νοσοκόμες και οι γιατροί γοητεύονταν απ’ αυτόν, γιατί πάντα ρωτούσε τον καθένα ξεχωριστά από ποια χώρα ήταν, και έδειχνε ότι ξέρει πολλά οικονομικά στοιχεία για την πατρίδα τους.
Όταν είχε κάποιο ραντεβού με γιατρούς στο νοσοκομείο, πάντα είχε μαζί του ένα βιβλίο σε έκδοση τσέπης ώστε να διαβάζει σε περίπτωση που του έκαναν εισαγωγή. Χωρίς φαγητό μπορούσε να ζήσει, όχι όμως χωρίς ιδέες.
Ο Τεν Τεν και το Κορίτσι με το τατουάζ
Αν και επικοινωνούσε μέσω e-mail και χρησιμοποιούσε το Ίντερνετ, δεν έπαυε να είναι άνθρωπος του βιβλίου. Μετά το θάνατό του άρχισα να μαζεύω τα βιβλία που μου είχε χαρίσει. Όταν ήμουν εννέα ετών, μου είχε χαρίσει ένα πολύ μεγαλίστικο βιβλίο, τη Μαρία Θηρεσία, πιστεύοντας ότι ο η αυτοκράτειρα της Αυστροουγγαρίας θα ήταν το ιδανικό βοήθημα για μια σχολική εργασία με θέμα «Οι μεγάλες γυναίκες της Ιστορίας». Τότε δυσανασχέτησα, σήμερα νιώθω τύψεις. Ωστόσο, δεν ήταν ο πατέρας που υποχρεωτικά μάς τάιζε «βαριά βιβλία». Μας είχε διαβάσει μεγαλόφωνα όλα τα τεύχη του Τεν Τεν και μάλιστα μερικές φορές τού άρεσε να λέει ουρλιάζοντας τις βρισιές του Κάπτεν Χάντοκ.
Θυμάμαι τον μπαμπά και τα βιβλία του. Τον θυμάμαι πάντα έτοιμο για τα πάντα, πάντα σίγουρο ότι υπήρχε κάτι ενδιαφέρον να ανακαλύψεις. Τις στερνές του μέρες αυτή η δίψα άρχισε να υποχωρεί. Με τη χαρακτηριστική του ακρίβεια και ευγένεια, είχε ρωτήσει τότε τον αδελφό μου «Αυτό είναι το τελευταίο κεφάλαιο ή το προτελευταίο;»
Δύο χρόνια πριν πεθάνει, μου τηλεφώνησαν να πάω επειγόντως στο σπίτι για να βοηθήσω στη μεταφορά του στο νοσοκομείο --η πρώτη του πνευμονία. Φαινόταν να είναι στα τελευταία του κι έμοιαζε να το ξέρει. Με πολύ κόπο τον κατεβάσαμε στο ισόγειο. Όμως εκεί κοντοστάθηκε. Έτοιμος να πέσει, άπλωσε το χέρι του και πήρε ένα βιβλίο από το πάνω ράφι της βιβλιοθήκης στο μπροστινό δωμάτιο. Ένα κομψό δερματόδετο βιβλίο που του το είχε χαρίσει η πολυαγαπημένη του μαμά στη Βιέννη πριν 80 χρόνια.
Χάρη στα αντιβιοτικά, σε δύο μέρες συνήλθε. Του τηλεφώνησα στο κινητό του και τον ρώτησα αν ήθελε να του φέρω κάτι. Του άρεσαν τα γλυκά και περίμενα ότι θα μου ζητούσε λίγα ζελεδάκια από φρούτα ή μαύρη σοκολάτα. «Πήρα μαζί μου ένα βιβλίο, κάπως βαρύ. Μπορείς να μου φέρεις κάτι πιο ανάλαφρο;» Όπως αποδείχτηκε, το βιβλίο που είχε διαλέξει, υποθέτοντας ότι θα ήταν το τελευταίο που θα έπιανε στα χέρια του, ήταν μια γερμανική έκδοση των Αδελφών Καραμαζόφ και στη δεδομένη κατάσταση δεν ήταν ό,τι καλύτερο γι’ αυτόν. Ήξερα ότι του άρεσαν τα αστυνομικά --ένας τοίχος της βιβλιοθήκης του ήταν γεμάτος αστυνομικά σε εκδόσεις Πένγκουιν με πράσινες ράχες, τα παλιά του αστυνομικά του Εd Mcbain και, τα πιο πρόσφατα, τα μυθιστορήματα του Έλμορ Λέοναρντς. Έτσι του πήγα Το κορίτσι με το τατουάζ του Στιγκ Λάρσον. Μάλιστα αυτό προκάλεσε μια ζωηρή και πιπεράτη συζήτηση για το πόσα πολλά εξωσυζυγικά κρεβατώματα περιείχε το βιβλίο --«υπερβολικά πολλά», σύμφωνα με τον πατέρα μου.
Το τελευταίο μας αντίο σαν οικογένεια το δώσαμε σιωπηλοί, ένα κρύο πρωινό του Οκτώβρη στο Κοιμητήριο του Χαϊγκέιτ. Λίγο νωρίτερα, καθώς αγόραζα ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια για να το αφήσω στον τάφο, ένιωσα μια ισχυρή ανάγκη να δώσω στον πατέρα μου, για τελευταία φορά, κάτι να έχει να διαβάζει --μου φαινόταν αδιανόητο το να μην έχει «ιδέες να αναπνεύσει». Αγόρασα το London Review of Books, με το οποίο συνεργαζόταν τακτικά σε όλη του τη ζωή και τώρα φιλοξενούσε τη νεκρολογία του, γραμμένη από τον φίλο του, τον Καρλ Μίλερ. Ακουμπήσαμε το τεύχος, φρεσκοτυπωμένο και διπλωμένο, πάνω στο φέρετρο και ύστερα ο νεκροθάφτης ολοκλήρωσε τη δουλειά του.
Το ελληνικό κείμενο από
εδώ
Ολόκληρο το αγγλικό κείμενο,
Remembering Dad,
Financial Time Magazine (19 Απριλίου 2013),
εδώ