Πέθανε σε ηλικία 87 ετών ο κριτικός θεάτρου, μεταφραστής και συγγραφέας Κώστας Γεωργουσόπουλος, γνωστός και με το ψευδώνυμο Κ.Χ. Μύρης
Γεννήθηκε στη Λαμία στις 17 Σεπτεμβρίου 1937. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας) και Θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου υπήρξε βοηθός του Δημήτρη Ροντήρη στη μεγάλη περιοδεία του Πειραϊκού Θεάτρου.
Ο ίδιος σε πολλά κείμενά του επέμεινε ότι το μεγαλύτερο εφόδιό του υπήρξε από την αρχή η βιβλιοθήκη που του άφησε ο πατέρας του, φιλόλογος και γυμνασιάρχης στην Καλαμπάκα. Το 1951 είδε για πρώτη φορά παράσταση θεάτρου: τον Μάνο Κατράκη στον «Προμηθέα Δεσμώτη», στους Δελφούς. Τρία χρόνια αργότερα έφτασε στην Επίδαυρο για τον «Ιππόλυτο», σε σκηνοθεσία Δ. Ροντήρη.
Εργάστηκε στη δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση για 35 χρόνια, από το 1964 ως το 1999. Το 1978 ανέλαβε, κατόπιν ανάθεσης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, την επιμέλεια του βιβλίου «Δραματική ποίηση», που αποτέλεσε επί 25 χρόνια διδακτέα ύλη στα ελληνικά Γυμνάσια.
Από το 2003 ήταν πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου – Θεατρικού Μουσείου.
Το 2008 τού απενεμήθη το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του. Επίσης, το 2006 το Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετά από πρωτοβουλία του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών, τον αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορά του.
Το 1986, για το έργο του «Τα μετά το θέατρο», έλαβε το 1ο Κρατικό Βραβείο δοκιμίου, ενώ για το έργο «Από τον Στρίντμπεργκ και τον Τσέχωφ στον Πιραντέλλο και τον Μπέρτολτ Μπρεχτ» το 1999 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Το 2000 του απενεμήθη το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών, ενώ τον Ιούνιο του 2006 αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον Μάρτιο του 2009 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2008, από το Υπουργείο Πολιτισμού για το συνολικό του έργο.
Μπήκε στον στίβο της θεατρικής κριτικής το 1971 από τις στήλες της εφημερίδας «Το Βήμα» και συνέχισε στην εφημερίδα «Τα Νέα». […] Με το ψευδώνυμο Κ. Χ. Μύρης εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Αμήχανον Τέχνημα», 1971, 1980 (μαζί με την «Παράβαση»), τα διηγήματα «Η Καμπάνα – Οδάξ», 1985, και τη συλλογή τραγουδιών τα οποία έχουν μελοποιήσει γνωστοί συνθέτες (Χρονικό, Η μεγάλη αγρυπνία, Ιθαγένεια, Ανεξάρτητα τραγούδια, 1980). Επίσης, με το ίδιο ψευδώνυμο υπογράφει το μεταφραστικό έργο του, που έχει ως άξονα το αρχαίο δράμα.
Ο ίδιος σε πολλά κείμενά του επέμεινε ότι το μεγαλύτερο εφόδιό του υπήρξε από την αρχή η βιβλιοθήκη που του άφησε ο πατέρας του, φιλόλογος και γυμνασιάρχης
www.naftemporiki.gr
Ο Γ. Μπαμπινιώτης έγραψε:
Έφυγε ο ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ, ένας φιλόλογος υψηλής παιδείας και καλλιέργειας, ένας πραγματικά διανοούμενος, ένας ποιητής, ένας θεατράνθρωπος, ένας μάστορας τής ελληνικής γλώσσας, ένας προικισμένος κριτικός τού θεάτρου, ένας πολύτιμος φίλος. Αληθινά θα μάς λείψει.
και παρέθεσε μερικές σκέψεις που διατύπωσε ως πρύτανης όταν το Πανεπιστήμιο Αθηνών ανακήρυξε τον Κώστα Γεωργουσόπουλο επίτιμο διδάκτορα της Σχολής Θεατρικών Σπουδών.
«Το Πανεπιστήμιο Αθηνών τιμά τον Κ. Γεωργουσόπουλο για την προσφορά του στα γράμματα, στο θέατρο και γενικότερα στον πνευματικό χώρο τού τόπου μας. Το να πω ότι ο Κώστας Γεωργουσόπουλος είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα νομίζω ότι θα ήταν μια απλή διαπίστωση. Θα προχωρήσω, λοιπόν, ένα βήμα παραπάνω για να πω ότι είναι μια προσωπικότητα αναγεννησιακού τύπου. Αυτός ο τύπος του σοφού και του εμβαθύνοντος και του ανθρώπου που τα αγαπάει όλα και προσπαθεί να μπει σε όλα όσα έχουν σχέση με το πνεύμα. O Κώστας Γεωργουσόπουλος είναι ένας διανοούμενος, μια κατεξοχήν μορφή διανοουμένου Έλληνα στον νεότερο ελληνισμό και όχι απλώς στην εποχή μας. Κύριο χαρακτηριστικό του που εγώ θα ξεχώριζα είναι το δημιουργικό μυαλό που τον διακρίνει. Ένα μυαλό που γεννάει πρωτότυπες ιδέες και καταφέρνει πάντοτε να συλλάβει την βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
Θα πρέπει ως γλωσσολόγος να σταθώ στη σχέση του τιμωμένου με την γλώσσα. Θεωρώ ότι είναι ένας από τους μεγάλους μάστορες της ελληνικής γλώσσας. Όχι μόνο γιατί ξέρει διαχρονικά την ελληνική γλώσσα, τον αρχαίο και μεσαιωνικό λόγο, την γλώσσα των ιερών κειμένων, την γλώσσα του θεάτρου αλλά και γιατί ο ίδιος με τη γλώσσα του, πέρα από τη γνώση, δημιουργεί γλωσσικά. Η ποίησή του είναι δημιουργία. Κατεξοχήν δημιουργία είναι οι μεταφράσεις του. O τιμώμενος έχει τη δύναμη της παρρησίας, να πει την γνώμη του, όχι μόνον στην θεατρική κριτική, αλλά και σε θέματα τής επικαιρότητας. Δεν ξεκινά ποτέ να επικρίνει κάτι και να σταθεί στην επίκριση, αλλά πάντοτε έχει θέση και έχει πρόταση. Αυτό είναι το σημαντικό για έναν πνευματικό άντρα.»