Φυλακισμένος άνδρας που κοιτάζει τον γιο του
Όταν ήμουν σαν κι εσένα, μου διδάξανε οι γέροι,
πλάι στις καλοσυνάτες και μυωπικές δασκάλες,
ότι «λευτεριά ή θάνατος» ήταν περιττολογία,
ποιός θα το σκεφτόταν σε μια χώρα
όπου οι πρόεδροι περπατούσαν δίχως φουσκωτούς,
ότι πατρίδα ή τάφος ήταν άλλος πλεονασμός,
αφού η πατρίδα τα πήγαινε μια χαρά
στα γήπεδα και στα ποιμνιοστάσια.
Αλήθεια, αγοράκι, δεν ήξεραν την τύφλα τους,
οι καημένοι πίστευαν πως λεφτεριά
ήταν μόνο μια οξύτονη λέξη,
πως χάρος ήταν απλώς βαρύτονη ή παροξύτονη
και κάγκελα, ευτυχώς, προπαροξύτονη. (1)
Ξεχνούσαν να τονίσουν τον άνθρωπο.
Tο σφάλμα δεν ήταν ακριβώς δικό τους,
όσο άλλων πιο σκληρών και μοχθηρών,
κι εκείνοι ναι,
πώς μας σούβλισαν
με μια δημοκρατία μόνο στα λόγια,
πώς εξιδανίκευσαν
την χαρισάμενη ζωή αγελάδων και κτηματιών
και πώς μας πούλησαν ένα στράτευμα
που έπινε το μάτε του (2)
στα στρατόπεδα.
Δεν κάνεις πάντα αυτό που θέλεις,
δεν μπορείς πάντα,
γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ, να σε κοιτάζω και να
...............................μού λείπεις,
γι’ αυτό δεν μπορώ να σου ανακατέψω τα μαλλιά
μήτε να σε βοηθήσω στην προπαίδεια του εννιά
μήτε να σε σκίσω στην μπάλα.
Εσύ, πια ξέρεις πως έπρεπε να διαλέξω άλλα παιχνίδια
και πως τα έπαιξα στα σοβαρά
κι έπαιξα, για παράδειγμα, κλέφτες κι αστυνόμους,
και κλέφτες ήταν οι αστυνόμοι,
κι έπαιξα, για παράδειγμα, κρυφτό
κι αν σ’ έβρισκαν, σε σκότωναν,
κι έπαιξα τ΄αγάλματα, (3)
κι ήταν γεμάτα αίμα.
Αγοράκι, παρ' όλο που είσαι μικρός,
πιστεύω πως πρέπει να σου πω την αλήθεια
για να μην την ξεχάσεις,
γι’ αυτό δεν σου κρύβω πως μού ’καναν ηλεκτροσόκ,
πως σχεδόν μού διέλυσαν τα νεφρά,
όλες τούτες οι πληγές, τα οιδήματα, τα τραύματα,
που τα στρογγυλά σου μάτια
κοιτούν υπνωτισμένα,
είναι σκληρά χτυπήματα,
είναι μπότες στο πρόσωπο,
πολύς πόνος για να σου τον κρύψω,
πολλά μαρτύρια για να ξεχαστούν,
όμως είναι και καλό να ξέρεις
ότι ο γέρος σου σώπασε
ή έβρισε σαν χαμάλης,
που είναι ένας ωραίος τρόπος να σιωπάς,
πως ο γέρος σου ξέχασε όλους τους αριθμούς
(γι’ αυτό δεν μπορούσε να σε βοηθήσει στην προπαίδεια)
και, έτσι, όλα τα τηλέφωνα
και τους δρόμους και το χρώμα των ματιών
και τα μαλλιά και τις ουλές
και σε ποιό στέκι,
σε ποιό μπαρ,
ποιά στάση,
ποιό σπίτι,
και το να θυμάται εσένα,
το προσωπάκι σου,
τον βοηθούσε να σιωπά.
Άλλο είναι να πεθαίνεις στον πόνο
κι άλλο να πεθάνεις από ντροπή.
Έτσι, τώρα
μπορείς να με ρωτήσεις
και, κυρίως,
μπορώ ν’ απαντήσω.
Δεν κάνεις πάντα αυτό που θέλεις,
όμως έχεις το δικαίωμα να μην κάνεις
αυτό που δεν θέλεις.
Έλα, κλάψε, αγοράκι,
.........................είναι χαζομάρα
πως οι άνδρες δεν κλαίνε,
εδώ κλαίμε όλοι,
ουρλιάζουμε, μουγκρίζουμε, τρέχουν οι μύτες μας, σκούζουμε,
.......καταριόμαστε,
γιατί είναι καλύτερο να κλαις απ’ το να προδίδεις,
γιατί είναι καλύτερο να κλαις απ’ το να προδίνεσαι,
κλάψε,
..........αλλά μην ξεχάσεις.
(1) Λογοπαίγνιο ανάμεσα στην κυριολεκτική και την γραμματική έννοια των επιθέτων agudo/a: (οξύς/διαπεραστικός), grave (βαρύς) και llano/a (λείος). Esdrújulo/a είναι μόνο γραμματικός όρος.
(2) Mate: ρόφημα δημοφιλέστατο στις χώρες του «κώνου» της Λατινικής Αμερικής. Η εικόνα αποπνέει καθημερινή ηρεμία. Βλ.
http://en.wikipedia.org/wiki/Yerba_mate
(3) Mancha: ο λεκές. Ως παιχνίδι, συνδυασμός ανάμεσα σε κυνηγητό και τα αγάλματα.
Πρωτότυποι στίχοι:
http://www.poemas-del-alma.com/mario-benedetti-hombre-preso-que-mira-a-su-hijo.htm
Βίδεο, όπου απαγγέλλει ο ποιητής:
http://www.youtube.com/watch?v=x9Z_svHVLjQ