Το δεύτερο κεράκι (
βλ. #430) θα το ανάψω ολοφάνερα στη τούρτα του νήματος κι όχι κρυμμένο σε κανένα παλιοπιντιέφι, αν και φοβάμαι ότι θα είναι πολύ πιο προσωπικό και αρκετά μακρύ. Πρέπει να πω ότι αισθάνομαι άσχημα για τον χώρο που θα καταλάβει.
b. Κεράκι δεύτερο (τα Σχολεία, οι Σχολές και η Ύλη)
b1 Προσοσιαλιστικοί χρόνοι
Μια φορά κι έναν καιρό, όλα τα πλάκωνε η τρισκατάρατη δεξιά (δίχως ίχνος ειρωνείας) και τα έσκιαζε η φοβέρα μιας γελοίας ελληνοχριστιανικής εθνικοφροσύνης. Σχολεία-στρατώνες, δάσκαλοι-λοχαγοί και επιθεωρητές-συνταγματάρχες. Η Διδακτέα Ύλη γεμάτη επιστημονικούς ανορθολογισμούς, ιστορικούς φανφαρονισμούς και ντυμένη το ράσο του ιερέα προσφερόταν και εμπεδωνόταν με κύριο μέσο την βία, λεκτική και, κυρίως, σωματική. Κεκαρμένα τα άρρενα, γαλαζοντυμένες παρθένες τα θήλεα και με αριθμό κυκλοφορίας στο στήθος. Εξετάσεις από την Ε΄Δημοτικού (δις κατ’ έτος), εξετάσεις εισαγωγής στο Γυμνάσιο, εξετάσεις στην Γ΄Γυμνασίου. Α, ξέχασα την καθαρεύουσα, την αποστήθιση και τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό (τις Κυριακές).
Όμως, μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό φασιστικής πίεσης, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι το μέσο επίπεδο ενός απόφοιτου του Δημοτικού ήταν κατά πολύ ανώτερο ενός σημερινού του Γυμνασίου.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα προβλήματα πρακτικής αριθμητικής στο Δημοτικό με εκείνες τις αλησμόνητες δεξαμενές που όλο άδειαζαν, αλλά δύο, τρεις ή τέσσερεις
(sic) βρύσες διαφορετικής διαμέτρου φρόντιζαν να τις τροφοδοτούν ακατάσχετα, έτσι που ποτέ να μην μένουμε άπραγοι; Τους καταλόγους των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (Ωσηέ, Αμώς...); Των δασυνόμενων λέξεων;
(Φτάνει, θα κλάψουμε από νοσταλγία.)
Μικρά βήματα προόδου έγιναν μεταδικτατορικά με την καθιέρωση της δημοτικής και των μικτών σχολείων στην δευτεροβάθμια, φέρνοντας την άμπωτη αρχαίων και λατινικών και την πλημμυρίδα νέων οργανωτικών συστημάτων
(προσφέροντάς μας την δυνατότητα να μπορούμε πια να μιλάμε σε καμιάν υποψήφια γκόμενα, δίχως να περνάμε από πατρικά ερωτηματολόγια ή να περιμένουμε το μάθημα στο γαλλικό Ινστιτούτο).
b2 Σοσιαλιστικοί χρόνοι
Την δεκαετία του ’80 την έζησα μέσα από πολλά παρατηρητήρια
(δίχως τότε να ξέρω ότι το κάνω).
Πανεπιστήμια. Το 1980, μετά την αποφοίτηση από Παιδαγωγική Ακαδημία, φοιτητής στην (ενιαία τότε) Φιλοσοφική του ΑΠΘ
(κατόπιν εξετάσεων με το προτελευταίο 20%) κι έχοντας γερές κλασικές βάσεις, έμεινα ενεός
(που θά ’λεγε κι ο Ναυτίλος) από το χαμηλότατο, όχι όμως εξ υπαιτιότητάς τους, επίπεδο των συμφοιτητών μου σέ ό,τι αφορούσε στον αρχαιογνωστικό τους εξοπλισμό. Θύελλες διαμαρτυριών, κάθε που οι διδάσκοντες ζητούσαν τα αυτονόητα που θα μας ανέβαζαν ένα σκαλοπάτι προς την επικείμενη γνώση και προς αυτό που, τώρα πλέον, σχεδόν αποκλειστικά ευρωπαίοι μπορούν να κάνουν: να μελετούν αρχαία μέσα από τα κείμενα. Το ίδιο και στην Ιστορία, ιδίως αρχαία και ρωμαϊκή. «Κατεβάστε τις απαιτήσεις σας», αλλιώς... Αποχωρήσεις, αποχές, καταλήψεις
(δεν λέω, ζάχαρη την περάσαμε). Ευτυχώς, μέχρι το 1983, όλα είχαν «ομαλοποιηθεί». Είκοσι κείμενα για εξετάσεις στα αρχαία, δέκα για τα λατινικά, τριάντα θέματα για την ιστορία, όταν στις εισαγωγικές «παλαιού τύπου» δεν υπήρχε συγκεκριμένη ύλη. Περνούσαμε μαθήματα με δυο μέρες διάβασμα. Ελεύθερες μεταφορές αύξησαν τον αριθμό ετών φοίτησης (ξαλαφρώνοντας λίγο και το ποσοστό ανεργίας).
Πήραν τα ’πάνω τους τμήματα που δεν προαπαιτούσαν βάσεις (Νεοελληνικό, ΦΠΨ, Ξενόγλωσσα, στα οποία, παρεμπιπτόντως, η βάση στην ξένη γλώσσα διατηρήθηκε, και καλώς).
Με τον Νόμο-Πλαίσιο (1982 θαρρώ) εκεί να δεις πανηγύρι. Θυμάμαι διάφορους «χαρτοκουβαλητές» να ζητιανεύουν την εύνοια των φοιτητικών συλλόγων. Αργότερα, αρκετοί έπιασαν και έδρα.
Θέλω να πω ότι στον δικό μου χώρο όλα φάνηκαν να υποβαθμίζονται προς όφελος των «νέων ανθρώπων». Πώς να διδάξεις αύριο, αν σου λείπουν τα εργαλεία της δουλειάς σου...
Στις άλλες σχολές, μάθαινα παρόμοια.
Δημοτικά. Με την καθιέρωση (κυριολεκτικά:devil:) του μονοτονικού φάνηκε ότι, με την αφαίρεση μιας μεγάλης τροχοπέδης, τα καημένα τα παιδάκια απερίσπαστα κι ακράτητα θα ξεχύνονταν για την κατάκτηση κι εμπλουτισμό την μητρικής τους γλώσσας. Γράφηκαν και διανεμήθηκαν νέα βιβλία (σχετικώς) απαλλαγμένα από τους προαναφερθέντες αναχρονισμούς. Η αποστήθιση πετάχτηκε στον καιάδα, αντικατασταθείσα από την κριτική
(επί τη βάσει τίνος;) ματιά και η βία έμεινε μια μακρυνή ανάμνηση. Οι, δικαίως, μισητοί επιθεωρητές ντύθηκαν μειλίχιοι σύμβουλοι. Ο δρόμος ήταν σπαρμένος με ροδοπέταλα.
Τί δεν πήγε, λοιπόν, καλά;
(Εκτός κι αν όλα πήγαν μια χαρά κι εγώ ένας παραληρηματικός γκρινιάρης.)
Η άποψή μου είναι ότι την πάθαμε αποδευσμεύοντας την δυνατότητα της «ήσσονος προσπαθείας» που, σε συνδυασμό με την λίγο μεταγενέστερη έκρηξη των μέσων απόσπασης της προσοχής και χασίματος χρόνου, μας έβαλε στον φαύλο κύκλο των ολοένα και λιγότερων απαιτήσεων. Για τα ορθογραφικά ή άλλα λάθη, η συζήτηση μεταφέρθηκε στο χρώμα του στιλό (ποτέ
κόκκινο, πληγώνει την ευαίσθητη παιδική ψυχή), στην ακραία περίπτωση που θα διορθώνονταν. Η επανάληψη τάξης θεωρήθηκε έγκλημα καθοσίωσης και για να αποφασιστεί έπρεπε να ομοφωνήσουν δάσκαλος-σύμβουλος-γονιός. Το σχολείο μετατράπηκε σε χώρο βαριεστημάρας.
Νέα πεδία εισέβαλαν
(θυμάμαι ότι το 1986, οπότε και παραιτήθηκα, έπρεπε στην Ε΄ τάξη να διδάξουμε «αλλαγή της βάσης αρίθμησης», πα’ να πει δυαδικό κ.λπ. συστήματα), όλα έγιναν πιο ευχάριστα, αλλά τα παιδιά έδειχναν να μην ανταποκρίνονται.
Υποστηρίζω ότι η αποβολή της αποστήθισης στέρησε από τα παιδιά την οργανωτική προσπάθεια, την πειθαρχία νου και τα απαραίτητα, για το χτίσιμο λογικών προεπιστημονικών προτάσεων, δομικά υλικά, τα άφησε στα ρηχά νερά του μητρικού και τηλεοπτικού ιδιώματος και, σε συνδυασμό με το ηλικιακό «κατέβασμα» της ύλης των πρακτικών μαθημάτων, ακύρωσε την φυσιολογική εξέλιξη των συνάψεων των (
ας μην το ξεχνάμε) μη ανανεώσιμων νευρώνων, καίγοντας με απαιτήσεις ανώτερου βαθμού κατώτερης τάξης κυκλώματα.
Αλήθεια, υπάρχουν πολλοί που έμαθαν αγγλικά δίχως κόπο και αποστήθιση;
Αν κάτι έπρεπε να αλλάξει, ήταν η γενικευμένη βία, που άλλαξε. Το «παν μέτρον άριστον» κέρδισε ένα χί.
Επέστεψα στα σχολεία μετά από δεκαοκτώ χρόνια, αφού πρώτα με ξεζούμισαν στην αρχαιολογική υπηρεσία
, άλλη πονεμένη ιστορία (κούκλα, πιάσε άλλα δυο τσίβας).
Αυτό που είδα, με τρόμαξε. Τό πατιρντί. Πρωτάκια καμμένα από αυπνία, υπερκινητικά και βίαια. Διατρεφόμενα με ετοιματζίδικα κρουασάν και τίγκα στο ζαμπόν και το μίλνερ τοστ. Ειδικότερα από το 2007, με την έλευση των νέων βιβλίων και σε τμήματα ανισόρροπα γλωσσικώς, η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο, με τον ταξικό προσανατολισμό της παιδείας να γίνεται πλέον εξόφθαλμος. Σήμερα, δεν υπάρχουν μήτε βιβλία, μήτε πετρέλαιο.
Αν σ΄όλα τούτα προστεθούν η παραίτηση, το χαμηλό επίπεδο (αυτο-) εκτίμησης και κατάρτισης, η έλλειψη αξιολόγησης (
από ποιους άραγε;) των δασκάλων και η γενικότερη απαξίωση της μισθωτής εργασίας ως μελλοντικής επαγγελματικής διεξόδου, μπορούμε να αποφανθούμε με ασφάλεια ότι η δημόσια εκπαίδευση ολοκληρώνει την κατάρρευσή της.
Σε ελάχιστα χρόνια, μόνον τα ιδιωτικά σχολεία θα υποστηρίζουν την λειτουργία του Συστήματος
(ξέρω, πάντα ήταν έτσι, όμως όχι ακριβώς), στα οποία ιδιωτικά, πέραν των αυτονόητων εποχιακών μπιχλιμπιδιών, η αυστηρότητα και επιμονή στην μάθηση (καί με αποστήθιση) παραμένει.
Το Νεοφιλελεύθερο Σχέδιο (από ποιό σημείο και μετά, αγνοώ) θριάμβευσε.
Είμαστε σε θέση να δούμε τουλάχιστον πώς;