Η σοδειά του 2011 σε βιβλία για τη γλώσσα ή με γενικότερο γλωσσικό ενδιαφέρον, θεωρητικό και πρακτικό, δεν ήταν ασήμαντη. Εγώ διάβασα ή αγόρασα μερικά και μου αρέσει η ιδέα να σας παρουσιάσω τρία από αυτά, παρακινώντας και σας όλους να πείτε κι εσείς τα δικά σας.
Λοιπόν: πρώτο βάζω το
Ένα μικρό βιβλίο για τη γλώσσα του Ντέιβιντ Κρύσταλ (Εκδόσεις Πατάκη), γιατί εκτός από υψηλού επιπέδου εκλαϊκευτής ο Κρύσταλ είναι και συναρπαστικός αφηγητής. Πολλά και σπουδαία τα θέματα που θίγει, θέματα της άκρας επικαιρότητας, από τα ζητήματα γλωσσογένεσης και κοινωνιογλωσσολογίας έως τις επιδράσεις της τεχνολογίας πάνω σ’ αυτήν. Και, το κυριότερο, τα βλέπει όλα με ματιά ψύχραιμη (στοιχείο απαραίτητο στις μέρες μας), ακόμα και το ακανθώδες θέμα της γλώσσας των sms (ειδικά για το τελευταίο, ο Έλληνας αναγνώστης διαβάζοντάς το θα κάνει αμέσως τις αναπόφευκτες προεκτάσεις στα γκρίκλις). Γλωσσική παρατήρηση: ο Έλληνας μεταφραστής έκανε σπουδαία δουλειά, μετατρέποντας τα παραδείγματα από αγγλικά σε ελληνικά, ή βρίσκοντας εύστοχα το αντίστοιχό τους στη γλώσσα μας.
Επίσης, του δικού μας Νίκου Σαραντάκου, οι
Λέξεις που χάνονται: ένα ταξίδι σε 366 σπάνιες λέξεις (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου). Το φετινό σαραντάκειο πόνημα περιπλανιέται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του διαλεκτικού θησαυρού της νέας ελληνικής και σκαλίζει στα μεγάλα βάθη της νεοελληνικής λογοτεχνίας για λέξεις αθησαύριστες. Μία λέξη για κάθε μέρα του δίσεκτου 2012. Διαβάζετε και σας παίρνει το νου μακριά από τη μουντή καθημερινότητα! Χαιρετήσαμε την έκδοση και από
εδώ.
Τέλος, κάτι που κατά τη γνώμη μου αποτελεί (ή θα πρέπει να αποτελεί) το πιο χρήσιμο εργαλείο για ένα μεταφραστή, ένα λεξικό συνωνύμων: το
Λεξικό συνωνύμων και αντωνύμων της νέας ελληνικής γλώσσας Μπαμπινιώτη (Κέντρο Λεξικολογίας). Διαφημίζεται (και είναι) το μεγαλύτερο σε έκταση στην κατηγορία του, αφού στηρίζεται στον λεξιλογικό πλούτο του μεγάλου λεξικού. Αναλαμβάνει να ξεναγήσει το χρήστη στις ποικίλες υφολογικές και σημασιολογικές πτυχές της χρήσης των συνωνύμων και θα γίνει βοήθημα απαραίτητο για το ευρύ κοινό (εγώ τουλάχιστον προβλέπω έντονη χρήση του στο σχολείο). Σημειώσαμε την παρουσία του και
εδώ.
Είπα τρία, αλλά τώρα που τα κοιτάζω βλέπω και ένα άλλο, τέταρτο, τόσο ενδιαφέρον που θεωρώ αμαρτία να κλείσω χωρίς να το μνημονεύσω, γι’ αυτό και ζητώ την υπομονή σας. Είναι ένα λεπτό βιβλιαράκι που δεν έχει καν ως θέμα τη γλώσσα. Λέγεται
Η ρεκλάμα εν Ελλάδι (Εκδόσεις Το Πέρασμα) και είναι ανατύπωση (σε σημερινή στοιχειοθεσία) μιας διάλεξης που δόθηκε το 1894 (!) στον Παρνασσό. Ο επιμελητής που το ανακάλυψε, και αξίζει το εύγε γι’ αυτό, το προβάλλει ως το πρώτο κείμενο για την ελληνική διαφήμιση. Και είναι αλήθεια. Ο συγγραφέας του Μιχαήλ (Μίκιος) Λάμπρος, που εκτός από τη διαφήμιση ανακάλυψε και τη θεατρική επιθεώρηση, ανοίγει τα μάτια του στην πραγματικότητα και αντιλαμβάνεται πρώτος την κοινωνική σημασία αυτού του πράγματος («ρεκλάμα» την έλεγαν τότε –να και μια ξενική λέξη που υποχώρησε προς όφελος μιας ελληνικής). Αλιεύοντας από όλες τις πηγές, από τα «κοινωνικά» των εφημερίδων μέχρι τις ταμπέλες των μαγαζιών, επισημαίνει και αναδεικνύει μια ανθρώπινη δραστηριότητα ακριβώς τη στιγμή που αυτή δρασκελίζει το κατώφλι, από το ειδυλλιακό περιβάλλον μιας αγροτικής κοινωνίας στο θορυβώδη καταναλωτισμό της βιομηχανικής. Ευθύς εξαρχής παρατηρεί ότι «η ρεκλάμα» αφορά πολλούς τομείς, είναι κοινωνική, επιστημονική, ιατρική, θεατρική, ακόμη και πολιτική! Και την πραγματεύεται με τόση ιλαρότητα που, σας εγγυώμαι, θα τρανταχτείτε στα γέλια, όπως έγινε, κατά τις διαβεβαιώσεις των εφημερίδων, και στη διάλεξη εκείνη του 1894. Θέλετε γλωσσικό διαμαντάκι;
Ο κ. Καμπούρογλους, χειριζόμενος μετά χάριτος τον κάλαμον, παρήγαγεν αληθώς πρωτότυπα διαφοράκια (σ. 84-85).
Όπου «διαφοράκια» ο εξελληνισμός των γαλλικών faits divers.