Μια ανακεφαλαίωση (και μια συνεργατικά βελτιωμένη απόδοση της αρχικής μετάφρασής μου) σήμερα, στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου.
Η μετάφραση (ας την πούμε κάτι σαν ver.2.0, με μπόλικες συνεισφορές από sarant και Nickel και άλλους φίλους, τη μελέτη από την άποψη και άλλων μεταφράσεων, και με μερικές αλλαγές άποψης δικές μου, π.χ. στην ουσία που έγινε ψυχή στο τελευταίο δίστιχο και στον ακριβέστερο δανεισμό του λίκνου στο πρώτο) ξανά και εδώ:
Στο χάος κοντά, διότι με τις αγορές δεν συνεμορφώθη,
χώρα που μακριά της στέκεις, που σου δάνεισε το λίκνο.
Αυτά π’ αναζητάει η ψυχή, που έτοιμα τα βρήκες,
τώρα απαξιώνονται, για παλιοσίδερα μετράνε.
Σαν μπαταξού γυμνή διαπομπεύεται και υποφέρει η χώρα
που στη λαλιά σου καθημερινά ευγνωμονούσες.
Σε φτώχεια ατελείωτη κατάδικη η χώρα, με πλούτο
που λαμπρός μουσεία κοσμεί: λάφυρα που φυλάγεις.
Αυτοί που μ’ όπλα πάτησαν τη χώρα, τη νησοπροικισμένη,
τον Χέλντερλιν μες στον γυλιό κρατούσαν της στολής τους.
Χώρα που δεν ανέχεσαι -μα τους συνταγματάρχες της
κάποτε τους ανέχτηκες για σύμμαχους κι εταίρους.
Χώρα χωρίς δικαιώματα, που ωμοί εξουσιαστές της
τη ζώνη όλο στενότερα και πιο στενά τής σφίγγουν.
Μαύρα για να σ’ αντισταθεί φόρεσ’ η Αντιγόνη και σ’ όλη τη Χώρα
πενθοφορούν οι άνθρωποι, ο Ξένος τους που ήσουν.
Του Κροίσου σόγια όμοια έξω από τη χώρα όμως
εστοίβαξαν και φύλαξαν στις κάσες σου ό,τι μαλαματένιο.
Πιες το, λοιπόν, πιες! των κομισάριων οι εγκάθετοι φωνάζουν,
μα οργισμένος σου γυρνά την κύλικα, ξέχειλη, ο Σωκράτης.
Θεών κατάρα εν χορώ βαριά πάνω σε ό,τι κατέχεις,
τον Όλυμπό τους που απαιτείς να τους τον απαλλοτριώσεις.
Άψυχη πια, θα μαραθείς χωρίς τον τόπο
που η ψυχή του σ’ έπλασε, εσένα, Ευρώπη.