Και άλλη μια, πολύ πιο ελεύθερη (και γι' αυτό, ευάερη) απόδοση, από τον επισκέπτη του Σαραντακολογίου με το εκεί χρηστώνυμο Κώστας (όχι τον δικό μας Costas :)):
Στο χάος έφτασε κοντά γιατί δε συμμορφώθη
μ’ όσα επιτάσσουν οι αγορές και δεν εδιορθώθη,
κι εσύ πια στέκεις μακριά από τη χώρα εκείνη
που αν λίκνο δεν σου δάνειζε, τι θα ‘χες απογίνει…
Όσα η ψυχή σου ζήταγε τα ‘βρες εξηγημένα
μα τώρα δεν σου κάνουνε και τα ‘χεις πεταμένα.
Για χρέη την περιγελάς και υποφέρει η χώρα
που ευχαριστώ της έλεγες άλλοτ’ όλη την ώρα.
Στη φτώχεια η χώρα έμεινε πια καταδικασμένη,
κι από τον πλούτο τον λαμπρό λαφυραγωγημένη
οι θησαυροί της πλέον κοσμούν τα ξένα τα μουσεία
κι εσύ φυλάς ενδελεχώς την αρπαγμένη λεία.
Aυτοί που μ’ όπλα πάτησαν στη βλογημένη χώρα
με τα κατάσπαρτα νησιά, των Ολυμπίων δώρα,
τον Χέλντερλιν μες στο γυλιό μαζί τους κουβαλούσαν
να συνοδεύει τη στολή εκείνη που φορούσαν.
Χώρα που, λες, πως δεν μπορείς άλλο να τη στηρίξεις,
και που ανοχή καμία πια δεν δύνασαι να δείξεις,
μα τους συνταγματάρχες της κάποτε ανεχόσουν,
με τέτοιου είδους σύμμαχους πώς σ’ επαφή ερχόσουν;
Χώρα που τα δικαιώματα όλα της έχουν πάρει
και που όλο και στενότερα της σφίγγουν το ζωνάρι.
Μαύρα για να σ’ αντισταθεί φόρεσ’ η Αντιγόνη
μα μες στη δυστυχία της δεν έχει μείνει μόνη,
απ’ άκρη σ’ άκρη οι άνθρωποι όλοι πενθοφορούνε
που κάποτε είχαν χαρά να σε φιλοξενούνε.
Του Κροίσου άνθρωποι όμοιοι έξω από τη χώρα
μες στα σεντούκια στοίβαξαν λαμπρά πλούτη και δώρα.
Άντε, να δούμε, πιες το πια, πιες το, να πάει κάτω
πιες το δηλητήριο, άντε και άσπρο πάτο!
Ουρλιάζουν και λυσσομανούν οι κλακαδόροι όλοι
που ‘χουν οι κομισσάριοι απλώσει μες στην πόλη,
μα ο Σωκράτης ο σοφός να ‘ρθουν κοντά τους γνέφει
και ξέχειλο τον κύλικα με οργή τον επιστρέφει.
Ό,τι κατέχεις οι θεοί θα το καταραστούνε
που τους ζητάς τον Όλυμπο να αποχωριστούνε.
Κενή θα μείνεις πνεύματος, μέσα ερημωμένη
χωρίς ζωή και νοήμα, για πάντα μαραμένη
Πού πας, λοιπόν, να πορευτείς χωρίς αυτόν τον τόπο
που για όλα όσα έψαχνες σου έδειχνε τον τρόπο;
Το πνεύμα του σε γέννησε, Ευρώπη, να θυμάσαι,
θα μαραθείς πνευματικά μακριά του άμα θα ‘σαι.
Στο χάος έφτασε κοντά γιατί δε συμμορφώθη
μ’ όσα επιτάσσουν οι αγορές και δεν εδιορθώθη,
κι εσύ πια στέκεις μακριά από τη χώρα εκείνη
που αν λίκνο δεν σου δάνειζε, τι θα ‘χες απογίνει…
Όσα η ψυχή σου ζήταγε τα ‘βρες εξηγημένα
μα τώρα δεν σου κάνουνε και τα ‘χεις πεταμένα.
Για χρέη την περιγελάς και υποφέρει η χώρα
που ευχαριστώ της έλεγες άλλοτ’ όλη την ώρα.
Στη φτώχεια η χώρα έμεινε πια καταδικασμένη,
κι από τον πλούτο τον λαμπρό λαφυραγωγημένη
οι θησαυροί της πλέον κοσμούν τα ξένα τα μουσεία
κι εσύ φυλάς ενδελεχώς την αρπαγμένη λεία.
Aυτοί που μ’ όπλα πάτησαν στη βλογημένη χώρα
με τα κατάσπαρτα νησιά, των Ολυμπίων δώρα,
τον Χέλντερλιν μες στο γυλιό μαζί τους κουβαλούσαν
να συνοδεύει τη στολή εκείνη που φορούσαν.
Χώρα που, λες, πως δεν μπορείς άλλο να τη στηρίξεις,
και που ανοχή καμία πια δεν δύνασαι να δείξεις,
μα τους συνταγματάρχες της κάποτε ανεχόσουν,
με τέτοιου είδους σύμμαχους πώς σ’ επαφή ερχόσουν;
Χώρα που τα δικαιώματα όλα της έχουν πάρει
και που όλο και στενότερα της σφίγγουν το ζωνάρι.
Μαύρα για να σ’ αντισταθεί φόρεσ’ η Αντιγόνη
μα μες στη δυστυχία της δεν έχει μείνει μόνη,
απ’ άκρη σ’ άκρη οι άνθρωποι όλοι πενθοφορούνε
που κάποτε είχαν χαρά να σε φιλοξενούνε.
Του Κροίσου άνθρωποι όμοιοι έξω από τη χώρα
μες στα σεντούκια στοίβαξαν λαμπρά πλούτη και δώρα.
Άντε, να δούμε, πιες το πια, πιες το, να πάει κάτω
πιες το δηλητήριο, άντε και άσπρο πάτο!
Ουρλιάζουν και λυσσομανούν οι κλακαδόροι όλοι
που ‘χουν οι κομισσάριοι απλώσει μες στην πόλη,
μα ο Σωκράτης ο σοφός να ‘ρθουν κοντά τους γνέφει
και ξέχειλο τον κύλικα με οργή τον επιστρέφει.
Ό,τι κατέχεις οι θεοί θα το καταραστούνε
που τους ζητάς τον Όλυμπο να αποχωριστούνε.
Κενή θα μείνεις πνεύματος, μέσα ερημωμένη
χωρίς ζωή και νοήμα, για πάντα μαραμένη
Πού πας, λοιπόν, να πορευτείς χωρίς αυτόν τον τόπο
που για όλα όσα έψαχνες σου έδειχνε τον τρόπο;
Το πνεύμα του σε γέννησε, Ευρώπη, να θυμάσαι,
θα μαραθείς πνευματικά μακριά του άμα θα ‘σαι.