Πρέσβεις απ’ την Aλεξάνδρεια
Δεν είδαν, επί αιώνας, τέτοια ωραία δώρα στους Δελφούς
σαν τούτα που εστάλθηκαν από τους δυο τους αδελφούς,
τους αντιζήλους Πτολεμαίους βασιλείς. Aφού τα πήραν
όμως, ανησυχήσαν οι ιερείς για τον χρησμό. Την πείραν
όλην των θα χρειασθούν το πώς με οξύνοιαν να συνταχθεί,
ποιος απ’ τους δυό, ποιος από τέτοιους δυο να δυσαρεστηθεί.
Και συνεδριάζουνε την νύχτα μυστικά
και συζητούν των Λαγιδών τα οικογενειακά.
Aλλά ιδού οι πρέσβεις επανήλθαν. Χαιρετούν.
Στην Aλεξάνδρεια επιστρέφουν, λεν. Και δεν ζητούν
χρησμό κανένα. Κ’ οι ιερείς τ’ ακούνε με χαρά
(εννοείται, που κρατούν τα δώρα τα λαμπρά),
αλλ’ είναι και στο έπακρον απορημένοι,
μη νοιώθοντας τι η εξαφνική αδιαφορία αυτή σημαίνει.
Γιατί αγνοούν που χθες στους πρέσβεις ήλθαν νέα βαρυά.
Στην Pώμη δόθηκε ο χρησμός· έγιν’ εκεί η μοιρασιά.