Ε, ας μπουν και τα λήμματα από το ΛΚΝ που ξεκινούν να δείξουν μια μικρή διαφορά, αλλά στο τέλος...:)
καταστρεπτικός -ή -ό: που καταστρέφει, που έχει τη δύναμη να προκαλεί καταστροφή
καταστροφικός -ή -ό [katastrofikós] Ε1 : που αναφέρεται στην καταστροφή, που προκαλεί καταστάσεις πολύ δυσάρεστες οι οποίες έχουν τα στοιχεία της καταστροφής· καταστρεπτικός
καταστρεπτικός -ή -ό: που καταστρέφει, που έχει τη δύναμη να προκαλεί καταστροφή
καταστροφικός -ή -ό [katastrofikós] Ε1 : που αναφέρεται στην καταστροφή, που προκαλεί καταστάσεις πολύ δυσάρεστες οι οποίες έχουν τα στοιχεία της καταστροφής· καταστρεπτικός