https://www.collinsdictionary.com/dictionary/english/whistle-stop
Υπάρχουν δύο σημασίες, μία κυριολεκτική και μία μεταφορική. Το ουσιαστικό είναι χωρίς ενωτικό, ενώ το ρήμα και το επίθετο με ενωτικό.
Ιδέες;
Υπάρχουν δύο σημασίες, μία κυριολεκτική και μία μεταφορική. Το ουσιαστικό είναι χωρίς ενωτικό, ενώ το ρήμα και το επίθετο με ενωτικό.
noun
1. US and Canadian
a. a minor railway station where trains stop only on signal
b. a small town having such a station
2.
a. a brief appearance in a town, esp by a political candidate to make a speech, shake hands, etc
b. (as modifier)
a whistle-stop tour
verb whistle-stop
Word forms: -stops, -stopping or -stopped
3. (intransitive)
to campaign for office by visiting many small towns to give short speeches
Ιδέες;