Έξω τα πράγματα ξεκαθαρίζουν ακόμα και στα λεξικά για μαθητές:
vowel
1 a speech sound in which the mouth is open and the tongue is not touching the top of the mouth, the teeth, etc, for example /ɑː, e, ɔː/
2 a letter that represents a vowel sound. In English the vowels are a, e, i, o, and u.
(Oxford Advanced Learner's Dictionary)
vowel
1 a speech sound produced by humans when the breath flows out through the mouth without being blocked by the teeth, tongue or lips
A short vowel is a short sound as in the word 'cup'.
A long vowel is a long sound as in the word 'shoe'.
Compare: consonant
2 a letter that represents a sound produced in this way
The vowels in English are a, e, i, o and u.
Cambridge Advanced Learner's Dictionary & Thesaurus
Από τα δικά μας, το ΛΝΕΓ (ο Μπαμπινιώτης) τα λέει με το νι και με το σίγμα:
φωνήεν (το) {φωνή-εντος | -εντα, -έντων} ΓΛΩΣΣ. κάθε ηχηρός φθόγγος τής γλώσσας που μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή και που παράγεται με την ελεύθερη διέλευση (χωρίς πρόσκρουση σε φραγμό ή στενό) τού εκπνεόμενου αέρα από τον λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα: η Ελληνική γλώσσα φωνητικώς έχει 5 φωνήεντα (τα /α/, /e/, /i/, /o/ και /u/), τα οποία δηλώνονται στη γραφή με 7 (φωνητικά) γράμματα (τα α, ε, η, ι, ο, υ, ω) | ανάλογα με τον τρόπο αρθρώσεώς τους τα φωνήεντα διακρίνονται σε ανοικτά (το /α/), σε ενδιάμεσα (τα /e/ = ε, αι και /ο/ = ο, ω) και σε κλειστά (τα /i/ = ι, η, υ, ει, οι, υι και /u/ = ου) | στην Αρχαία Ελληνική υπήρχαν μακρά φωνήεντα (δηλώνονταν με τα γράμματα η και ω), βραχέα φωνήεντα (ε, ο) και δίχρονα (α, ι και υ).
Ξανά:
η Ελληνική γλώσσα φωνητικώς έχει 5 φωνήεντα (τα /α/, /e/, /i/, /o/ και /u/), τα οποία δηλώνονται στη γραφή με 7 (φωνητικά) γράμματα (τα α, ε, η, ι, ο, υ, ω)
vowel
1 a speech sound in which the mouth is open and the tongue is not touching the top of the mouth, the teeth, etc, for example /ɑː, e, ɔː/
2 a letter that represents a vowel sound. In English the vowels are a, e, i, o, and u.
(Oxford Advanced Learner's Dictionary)
vowel
1 a speech sound produced by humans when the breath flows out through the mouth without being blocked by the teeth, tongue or lips
A short vowel is a short sound as in the word 'cup'.
A long vowel is a long sound as in the word 'shoe'.
Compare: consonant
2 a letter that represents a sound produced in this way
The vowels in English are a, e, i, o and u.
Cambridge Advanced Learner's Dictionary & Thesaurus
Από τα δικά μας, το ΛΝΕΓ (ο Μπαμπινιώτης) τα λέει με το νι και με το σίγμα:
φωνήεν (το) {φωνή-εντος | -εντα, -έντων} ΓΛΩΣΣ. κάθε ηχηρός φθόγγος τής γλώσσας που μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή και που παράγεται με την ελεύθερη διέλευση (χωρίς πρόσκρουση σε φραγμό ή στενό) τού εκπνεόμενου αέρα από τον λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα: η Ελληνική γλώσσα φωνητικώς έχει 5 φωνήεντα (τα /α/, /e/, /i/, /o/ και /u/), τα οποία δηλώνονται στη γραφή με 7 (φωνητικά) γράμματα (τα α, ε, η, ι, ο, υ, ω) | ανάλογα με τον τρόπο αρθρώσεώς τους τα φωνήεντα διακρίνονται σε ανοικτά (το /α/), σε ενδιάμεσα (τα /e/ = ε, αι και /ο/ = ο, ω) και σε κλειστά (τα /i/ = ι, η, υ, ει, οι, υι και /u/ = ου) | στην Αρχαία Ελληνική υπήρχαν μακρά φωνήεντα (δηλώνονταν με τα γράμματα η και ω), βραχέα φωνήεντα (ε, ο) και δίχρονα (α, ι και υ).
Ξανά:
η Ελληνική γλώσσα φωνητικώς έχει 5 φωνήεντα (τα /α/, /e/, /i/, /o/ και /u/), τα οποία δηλώνονται στη γραφή με 7 (φωνητικά) γράμματα (τα α, ε, η, ι, ο, υ, ω)