Γνωρίζει κανείς αν υπάρχει κάποια διαφορά στην ελληνική γλώσσα ανάμεσα σε poisonous (όταν που περιέχουν δηλητήριο) και venomous (όντα που εκτοξεύουν ή εκκρίνουν δηλητήριο) ; Το Gword μού δίνει "ιοβόλος" στο δεύτερο. Είναι αυτή η λέξη σε κοινή χρήση; Το ΛΚΝ γράφει:
ιοβόλος -ος / -α -ο [iovólos] Ε14 : (λόγ.) που χύνει δηλητήριο· δηλητηριώδης: Iοβόλα ερπετά. || (μτφ.): Iοβόλα βέλη.
[λόγ. < αρχ. ἰοβόλος]
Θα χρησιμοποιούσατε την λέξη σε μετάφραση, αν δεν την είχατε δίπλα στο poisonous; Είναι μέρος της καθομιλουμένης ή επιστημονικός όρος;
ιοβόλος -ος / -α -ο [iovólos] Ε14 : (λόγ.) που χύνει δηλητήριο· δηλητηριώδης: Iοβόλα ερπετά. || (μτφ.): Iοβόλα βέλη.
[λόγ. < αρχ. ἰοβόλος]
Θα χρησιμοποιούσατε την λέξη σε μετάφραση, αν δεν την είχατε δίπλα στο poisonous; Είναι μέρος της καθομιλουμένης ή επιστημονικός όρος;