metafrasi banner

Venomous - poisonous

Γνωρίζει κανείς αν υπάρχει κάποια διαφορά στην ελληνική γλώσσα ανάμεσα σε poisonous (όταν που περιέχουν δηλητήριο) και venomous (όντα που εκτοξεύουν ή εκκρίνουν δηλητήριο) ; Το Gword μού δίνει "ιοβόλος" στο δεύτερο. Είναι αυτή η λέξη σε κοινή χρήση; Το ΛΚΝ γράφει:

ιοβόλος -ος / -α -ο [iovólos] Ε14 : (λόγ.) που χύνει δηλητήριο· δηλητηριώδης: Iοβόλα ερπετά. || (μτφ.): Iοβόλα βέλη.

[λόγ. < αρχ. ἰοβόλος]


Θα χρησιμοποιούσατε την λέξη σε μετάφραση, αν δεν την είχατε δίπλα στο poisonous; Είναι μέρος της καθομιλουμένης ή επιστημονικός όρος;
 

SBE

¥
Στο σχολέιο εγώ ειχα μάθει ότι η οχιά είναι ιοβόλο φίδι. Αλλά μόνο για φίδια την έχω δει τη λέξη.
Σε σχεση με κάποιο φίδι ειχα μαθει και τη λέξη διοπτροφόρος, αλλά δε θυμάμαι ποιό. Κόμπρα μάλλον.
 
Το ιοβόλος δεν είναι λέξη της καθομιλουμένης. Η μόνη λέξη που το πλησιάζει είναι το φαρμακερός. Το δηλητηριώδες σαφώς καλύπτει και τις δύο περιπτώσεις. Και δεν είμαι τόσο βέβαιος για το απόλυτο της διάκρισης στα αγγλικά. Μη μου πεις ότι δεν λέμε poisonous snake;
 
Οι καθαρολόγοι λένε ότι το poisonous snake είναι λάθος, αν και η χρήση του είναι πολύ παλιά (τουλάχιστον του 19ου αιώνα).
 
Γνωρίζει κανείς αν υπάρχει κάποια διαφορά στην ελληνική γλώσσα ανάμεσα σε poisonous (όταν που περιέχουν δηλητήριο) και venomous (όντα που εκτοξεύουν ή εκκρίνουν δηλητήριο);
Υφίσταται όντως αυτή η διάκριση μεταξύ poisonous και venomous? To Webster που έχω στο ράφι μου τα έχει ως συνώνυμα, το ίδιο και το Merriam Webster online:

poisonous:
1. destructive, harmful
2. having the properties or effects of poison: venomous
3. spiteful, malicious

venomous:
1. full of venom: as
a. poisonous, envenomed
b. noxious, pernicious

Εσύ πού τη συνάντησες αυτή τη διάκριση;

Το ιοβόλος δεν το λες της καθομιλουμένης, αλλά δεν είναι και αυστηρά επιστημονικός, τουλάχιστον για το δικό μου γλωσσικό αίσθημα. Θα μπορούσα να πω, σε μια κουβέντα για φίδια, ότι "τα μόνα ιοβόλα φίδια στην Ελλάδα είναι οι οχιές", ας πούμε. Θα χρησιμοποιούσα τη λέξη μόνο για όντα που εκτοξεύουν ή εγχέουν δηλητήριο, όχι για όντα που απλώς το εκκρίνουν έστω και εξωτερικά, ας πούμε από το δέρμα τους, και φυσικά όχι για όντα που το που το εκκρίνουν εσωτερικά ή το περιέχουν για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. λόγω κάποια τροφής που καταναλώνουν).

Τη χρήση για τα βέλη δεν την ήξερα, αλλά ο Πάπυρος την επιβεβαιώνει.

Σε μετάφραση αν την είχα δίπλα στο poisonous θα την χρησιμοποιούσα, αν όχι θα έκρινα ανάλογα με την περίπτωση. Σίγουρα δεν είναι πολύ συνηθισμένη λέξη, αλλά θεωρώ ότι είναι κατανοητή από τον μέσο αναγνώστη.
 
Χμμ... μάλλον η τάση διάκρισης είναι πρόσφατη. Όχι ότι το βρίσκω κακό να υφίσταται. Το OED δίνει διακριτικές σημασίες αλλά τις δίνει και ως συνώνυμες (δεν το έχω πρόχειρο τώρα, αλλά νομίζω ότι δίνει αυτήν την σημασία του venomous στην έννοια 3). Την διάκριση την έχω συναντήσει σε κάποια ημιεπιστημονικά άρθρα, κάποια επιστημονικά και αρκετά άρθρα εκλαϊκευμένης επιστήμης. Μάλλον είναι όμως πρόσφατο κατασκεύασμα κι αυτό δεν είναι σίγουρο ότι έχει ευρεία αποδοχή.

Ευχαριστώ τους πάντες. :)
 
Top