Το γατί
του Μιχαήλ Μητσάκη
Η ακόλουθος τραγική και παθητική ιστορία ετυπογραφήθη υπό της «Ακροπόλεως». Πρόκειται περί σκληρού και ουχί αναγκαίου βασανισμού διαπραχθέντος υπό ανόητων και ασπλάγχνων παίδων κατά ημέρου και αξίου στοργής δημιουργήματος του Θεού. Δεν δύναμαι να πιστεύσω ότι Ελληνόπαιδες τινές οι οποίοι θ’ αναγνώσωσι ταύτην την ιστορίαν θέλουσι κάμει ποτέ αυτό η βοηθήσει άλλους προς τούτο. Οι παίδες έστωσαν γενναίοι, αλλ’ όμως ουδέποτε σκληροί.
Φίλος των ζώων και των παίδων
Εις την Νεάπολιν τέσσερα παιδιά εξεμονάχιασαν ένα μικρόν γατί. Τα δυό εγύριζαν βεβαίως από το σχολείον, εάν έκρινε κανείς απ’ τα βιβλία που κρατούσαν. Τα άλλα ήσαν μάγκες, υποστάσεως άδηλου, εξ εκείνων τα οποία διημερεύουν εις τας οδούς, τριγυρίζουν τον ταβλάν των στραγαλάδων, θορυβούν ανά τας συνοικίας, αδιακόπως και παντοίως. Άμα το είδαν, έτρεξαν επάνω του, το εκυνήγησαν, ηθέλησαν να το συλλάβουν. Εκείνο, κάτασπρον γατάκι, τρυφερόν και καθαρότατον, με την ροδίνην του μυτίτσαν, πλανημένον ίσως απ’ το σπίτι του, νεόβγαλτον, αμάθητον, ωσάν χαμένον εις τον δρόμον, ευρεθέν αντίκρυ των, ετρόμαξεν, οπισθοχώρησεν, αγριωπόν, εζήτησε να φύγει, έκαμε δεξιά κι αριστερά, κ’ επέτυχε, όρμησαν, να διέλθει των σκελών ενός, δρομαίον. Αλλά δεν είχε κάμει ούτε πέντε άλματα, όταν, πέτρα βαρεία, υψόθεν απελθούσα, γκοπ! αντήχησε σφοδρ
ώς επί της ράχης του, και την συνέτριψε σχεδόν. Μιάάουου! έβαλεν οιμωγήν, θλιβεροτάτην, πληγωθέν το αιλουρίδιον, κ’ επεστράφη, ως διά να ίδει τί έπαθε. Πλην ταυτοχρόνως, άλλη πέτρα, δύο, τρεις επήρχοντο
· η μία το επήρ’ εις το κεφάλι, το εξέγδαρε, δευτέρα του σακάτεψε το πόδι, εκατρακύλησεν η τρίτ’ υπό το στήθος του, ενώ ρανίδες αίματος διέστιζον την λευκήν αυτού δοράν. Και αυθωρεί, τα δύο των παιδιών έσπευδαν, του έβγαιναν εμπρός, εμπόδιζαν την πρόοδόν του, ενώ τ’ άλλα δυο του έκοπταν την υποχώρησιν. Τοιουτοτρόπως πολιορκηθέν το κάτασπρο γατάκι, τα εσάστισεν ολότελα, έμεινεν εις το μέσον, εστάθη προς στιγμήν, συγκεχυμένον. Αλλά συνελθόν, με ορθωμένους εν οργή τους μύστακας, όρμησε πάλιν εξ ενστίκτου προς τα πλάγια ελεύθερα, νόμισαν ότι ημπορεί να εύρει διέξοδον εκείθεν. Πράγματι δε κατόρθωσε και διέφυγε από το πεζοδρόμιον, ήρχισ’ εκ νέου να πήδα, με την ελπίδα να γλυτώσει. Αλλ’ ενώ έτρεχεν, οι πέτρες ήρχισαν κ’ εκείνες να επαναπίπτουν βροχηδόν, μία το κτύπησ’ εις το κόκκαλον, επάνω της ουράς, άλλη του έμπασε μέσα τα πλευρά, άλλη το εύρηκ’ εις την ρίζαν του δεξιού αυτιού, βιαία, ήρπασεν ένα κομματάκι εκ του δέρματος αυτού, το συναπήγαγε κυλούσα, τετάρτη του επλήγωσεν άλλου ποδός το νύχι, συγχρόνως δε οι διώκται του επήλαυναν, το κύκλωναν, κ’ ένας εξ αυτών άπλωνεν ήδη την χείρα να το πιάσει. Αισθανθέν όμως τον κίνδυνον το ζώον, καταφοβισμένον, διολίσθαινε και τώρα υπό την παλάμην ήτις το ηπείλει, και ετρέπετο, σύρον τους δύο πόδας του αλγούντας, το αιμάσσον του αυτί, την ράχιν του μισοσπασμένην, την ουράν του την τραυματισμένην, αύθις προς άτακτα πηδήματα. Αλλά κ’ εκείνοι επηδούσαν εξοπίσω του ομοίως, το κατέφθαναν, αδυνατούν να τρέξει πλέον γρήγορα, το άρπαζαν, σφαδάζον.
— Στάσου, μπρε! έκαμε υπορρίνως προς αυτό, ειρωνικώς, ο έτερος των μαγκοπαίδων, ξεσκούφωτον χαμίνι, με ανώμαλον δασείαν μαύρην κόμην, ο αστείος της παρέας, προσπαθών να το κρατήσει συστρεφόμενον, κινούμενον, συνταρασσόμενον.
Πλην κ’ έτι εδυνήθη να εκφύγει από τα χέρια του, και πάλιν το μικρό γατί, κ’ εξεσαλτάρισε, αφήνον δράκα τριχαρίων εις τα δάκτυλα αυτού. Προτού σχεδόν προφθάσει να πατήσει όμως εις το έδαφος καλά-καλά, και άλλος το εβούτ’ αμέσως, από το άκρον της ουράς, και το ανύψωνεν ανάστροφον, κρεμάμενον με το κεφάλι κάτω, εναέριον. Εκάγχασεν η μαγκαρία προς το θέαμα, παταγωδώς, ενώ ο ήρως το εκράτει πάντοτε, σφικτά, και το ετίνασσεν, ως διά να ξερριζώσει την ουράν του. Εν τω κενώ ανηρτημένον ούτω, συνέσπα το απαλόν σώμα του το ζώον, εκάμπτετο ελαστικόν, εστριφογύριζεν εντεύθεν και εκείθεν, ζητούν να ανακτήσει την ισορροπίαν, να απαλλαχθεί, ξανάπεφτε και εκραδαίνετο, κ’ επάλλετο, και εμιαούριζ’ ικετευτικώς και επωδύνως. Όσον δ’ αυτό επέτεινε τας απελπιστικάς του προσπαθείας, τας ματαίας, και εσείετο, και εδονείτ’ ολόκληρον, κ’ ελύγιζε τα νεύρα του, κ’ εστροφοδίνει το κορμί του, αιωρούμενον, πλήττον διά των ποδών του τον αέρα, τόσον κ’ η ευθυμία επετείνετο μεταξύ της συντροφιάς, εις ην και άλλοι πλέον προσετίθεντο, παιδιά εκ του σχολείου και μαγκόπαιδες επίσης, σεβαστή ομάς. Και εν τω μέσω των γελώτων, αφού αρκετά κατά τον τρόπον τούτον το ετίναξεν ο νεανίσκος και διεσκέδασε, του έδωκε μίαν επιτέλους, το εξεσφενδόνισε προς τ’ άνω, και αφήκεν αυτό να καταπέσει. Εστροβιλίσθη περί εαυτό αναρριφθέν έτσι αποτόμως το γατάκι, έκαμε σπασμωδικάς τινάς κινήσεις και ασυνείδητους, απλώνον τα μικρά του σκέλη ως διά να συγκρατηθεί από ανύπαρκτό τι στήριγμα, τεντωνόμενον και μαζευόμενον ακαριαίως εν τη πτώσει του, κ’ εδούπησ’ εις το χώμα, βροντερώς, εκυλίσθη ζαλισμένον, παραπαίον, ως εκ μέθης, μέχρι του πλησίον οχετού, εις ον κατελάσπωσε την άσπρην του γουνίτσαν. Έπειτα, μόλις εννόησε λιγάκι ότι βρίσκετ’ εις την γην, εκινήθη, μίαν φοράν ακόμη, προς φυγήν. Μα παρευθύς λάκτισμα δεινόν το απετίνασσε προς την αντίθετην μεριάν, άλλο εκείθεν το διηύθυνεν οπίσω, τρίτον εκ του πλαγίου το εκτύπα προς τον τοίχον, ενώ συγχρόνως ανηρπάζετο εκ της ουράς το δεύτερον.
— Κράτα το, μωρέ, να πά’ να φέρω ’να ντενεκέ! ανεκραύγασεν είς εκ της ομάδος, και διηυθύνθη τρέχων προς παρακείμενον εν τη οδώ σωρόν εκ σκουπιδιών, σκορπισμένων επί του εδάφους εις πανδαισίαν των σκυλιών.
Εκεί ευρήκεν υπερμέγεθες κομμάτι εξ αποσυντεθειμένου σκεύους πετρελαίου, από τα υψηλά εκείνα των οποίων κάμνουν χρήσιν οι μπακάληδες, κ’ εγύρισε ταχύς, κραδαίνων εν θριάμβω το βρωμερόν λάφυρον
. Κάποιος εκ των μαθητών ανέλαβε να προμηθεύσει, εν σπουδή, τον σπάγγον όστις εχρειάζετο διά να δεθεί ο τενεκές, ψάξας δε εις τις τσέπες του, εξήγαγε τεμάχιον μακρόν, όπερ παρέδωκε εις τον κομίσαντα εκείνον. Ενώ δε οι τρεις εβάστουν το ζωάριον, άλλος από την πλάτην, άλλος απ’ τ’ αυτιά, και άλλος από τον αυχένα, διαρκώς κλαιόμενον και πάσχον και αδίκως προσπαθούν να μεταστρέψει και τους τσουγγρανίσει με τ’ αδύνατα νυχάκια του ή τους δαγκάσει με τ’ αρτιφυή του τα δοντάκια, και έτρεμαν τα μέλη, κ’ ή πνοή εκόπτετο και η καρδία του εβρόντα μέχρι διαρρήξεως υπό τα χέρια των, ο σπάγγος επεράσθη καταλλήλως από μίαν των τρυπών του τενεκέ, ισοζυγήθη, και είτα προσεδέθ’ εις την ουράν του τετραπόδου, συσφιχθείς στερεότατα.
— Αμολάτε το, μωρέ, τώρα!
Και το τενεκεδοφορούν γατί εξαπελύθη, με το παράρτημα το άηθες αυτού, τον στολισμόν του τον παράξενον, και ήρχισε να τρέχ’ υποχωλαίνον, λασπωμένον, αιματόφυρτον, άγον τον κροταλέον συνοδόν του, ξαφνισμένον απ’ τον πάταγον τον εκρηγνύμενον σφοδρώς παρά τα νώτα του, εμποδιζόμενον να δράμει εκ του βάρους, σκοντάπτοντος τον δρόμον του, ασθμαίνον, και ασχάλλον, κ’ έξαλλον. Οπίσω δε αυτού εβάδιζαν οι παίδες, ατασθάλως και ατάκτως, φύρδην μίγδην, καταληφθέντες πλέον υπό γηθοσύνης ακράτητου, και καγχάζοντες, σφυρίζοντες, φωνάζοντες, χειροκροτούντες, εκμαινόμενοι. Από των εξωστών, από τας θύρας, από τα παράθυρα, κοιτάζουν οι περίοικοι, προκύπτοντες εκ τούτων και εξ εκείνων ή στεκόμενοι πλησίον εις αυτάς, γυναίκες και νεανίδες και νέοι, ως επί το πλείστον, συνδιαλεγόμενοι, και βλέποντες κατά την ώραν ταύτην την εσπερινήν τον δρόμον. Αλλά το πράγμα δεν ελκύει καθώς φαίνετ’ ιδιαιτέραν προσοχήν, εκτός εάν χαμογελούν τινές ολίγον μόνον δι’ αυτό.
Και οι διαβάται δε ομοίως διέρχονται, και σχεδόν ούτε βλέμμα ρίπτουν
, απαθείς, και αδιάφοροι. Και το γατάκι τρέχει, τρέχει, όπως ημπορεί, ακολουθούμενον από τους σφυριγμούς και τα χλευάσματα, κ’ εκθερμανθέν από ελπίδα νέαν να σωθεί, το έβαλ’ εις τα πόδια μ’ ορμήν, απεμακρύνθη της ομάδος αρκετά, παρέκαμψε την αντικρύ γωνίαν.
— Θα μας φύγει, μωρέ... θα μας φύγει, μωρέ... το σταυρό του! αντήχησαν κραυγαί οργής και λύσσης, και εκάλπασεν ο συρφετός, τρομάξας πώς θα χάσει την απόλαυσιν. Αι πέτραι δ’ αι οποίαι δεν απέλειπαν να πίπτωσι και πριν κρούουσαι ισχυρώς συχνά τον τενεκέν, επανελήφθησαν εν πλήρει και ραγδαίως.
— Στάσου, μωρέ, καλύτερα ναν το δέσουμε... απεφάνθη τις, οπόταν μετ’ ολίγον και ακόπως το κατέφθασαν και πάλιν.
Και αφαιρών την ζώνην του, δένει διά του λωρίου τον λαιμόν αυτού, τραχέως, και αρχινά ευθύς να το τραβά, υπό αλαλαγμούς κωφαίνοντας, τρέχων αυτός εμπρός και βιάζων και αυτό να άλλεται κατόπιν του, με το παράρτημά του το ηχήεν. Έπεται δε εκείνο, θέλει-δεν θέλει, με αγχόμενον τον λάρυγγα, ημίπνικτον σχεδόν, χωρίς να δύναται ούτε να μιαουρίσει καν πλέον απ’ το σφίξιμον, να είπει το παράπονόν του, με το ρύγχος υψηλά, προς τ’ άνω τεταμένον ακουσίως το κεφάλι, αποβλέπον προς τον διαυγή ορίζοντα. Και τα γαλανά ματάκια του, τα έξω των κογχών προβάλλοντα εκ της αγωνίας, συνηντήθησαν ούτω προς τας τελευταίας ακτίνας του δύοντος ηλίου, κρυπτομένου οπίσω του βουνού
, το οποίον επλαισίωνε την άκραν του δρόμου εν απόπτω, εκαρφώθησαν επ’ αυτού μίαν στιγμήν, με έκφρασιν αρρήτου λύπης και εκπλήξεως και τρόμου, ωσάν το επιθανάτιον μικρόν ζώον να ερωτούσε το παμμέγεθες θνήσκον άστρον διατί έμελλε και αυτό να αποθάνει...
Ακρόπολις, 5/2/1893