Επειδή στη Λεξιλογία πράγματι καλό είναι οι λέξεις να έχουν τη σημασία τους, κι επειδή για μένα γράφτηκε ότι συνηθίζω να εκφράζομαι με αγένεια, ας μιλήσουμε με ακριβολογία για τη χρησιμοποιούμενη ορολογία: Ο τρόπος με τον οποίον ενίοτε λειτουργώ δεν είναι «αγένεια», αλλά «ωμή ευθύτητα». Η μοναδική περίπτωση μη-μπαναρισμένου μέλους μας που εκφράστηκε με γνήσια αγένεια έχει καταγραφεί στις 7 Μαρτίου 2013, στις εξίμισι το απόγευμα, όταν ένα «μέλος με συχνή παρουσία» εκτόξευσε τη γνωστή γενετήσια παραίνεση προς άλλο μέλος· επομένως το μοναδικό μέχρι στιγμής μέλος της Λεξιλογίας το οποίο έχει φερθεί με αντικειμενική αγένεια είναι το συγκεκριμένο — και τυγχάνει να είναι η SBE.
Στο ίδιο πλαίσιο της ακριβολογίας, ας εξετάσουμε τώρα και τον όρο «συνήγορος του διαβόλου». Η συγκεκριμένη τεχνική είναι εξαιρετικά χρήσιμη σε πλήθος περιπτώσεων: η διερεύνηση worst-case scenarios, η ανάλυση SWOT και η αξιολόγηση εναλλακτικών επιλογών είναι μόνον ορισμένες απ’ αυτές. Βέβαια, σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται παραγωγικά και με στόχο την πληρέστερη κατά περίπτωση ανάλυση· όταν όμως η τακτική τού να κάνει κάποιος τον συνήγορο του διαβόλου ακολουθείται καθ’ έξη και κατ’ εξακολούθηση και ασχέτως περικειμένου και αντικειμένου, τότε παύει να αποτελεί εκδήλωση αληθινού ενδιαφέροντος για τη διενεργούμενη συζήτηση και γίνεται απλώς ένα μοτίβο μηχανικής συμπεριφοράς που αποκαλύπτει τις ανασφάλειες του ατόμου.
Επειδή στο παρόν νήμα έχει τεθεί το ερώτημα αν ένα τέτοιο άτομο είναι τρολ, πρέπει να ειπωθεί ότι (παρότι, όπως και στην περίπτωση του τρολ, έτσι κι εδώ το άτομο εκείνο που απεγνωσμένα επαιτεί είναι συνδιαλεκτικά χάδια) υπάρχει άλλος όρος (είπαμε: ακριβολογία!) για την εν λόγω συμπεριφορά, και είναι
αυτός. Η εξέταση μιας τυπικής περίπτωσης είναι εξόχως διαφωτιστική για το πώς φτάνουμε εκεί: Το παιδί στην ηλικία που αποζητά την αποδοχή από τους «σημαντικούς άλλους» επιλέγει ως πρωταρχική τακτική επιβίωσης την επίδειξη της νοημοσύνης του, επειδή αφενός αυτό διακρίνει στο πρόσωπο κύρους που λειτουργεί ως πρότυπό του κι αφετέρου βιώνει αρκετά νωρίς την αναγνώριση της δικής του νοημοσύνης από το περιβάλλον του· έχει επίσης διαπιστώσει ότι η ανάδειξη μη-προφανών όψεων ενός θέματος και/ή η υποστήριξη της μη-μέινστριμ άποψης θεωρούνται σε ένα μη-στερεοτυπικό περιβάλλον ευρυμάθειας δηλωτικότερες της νοημοσύνης, οπότε έχει κίνητρο να κάνει τον συνήγορο του διαβόλου· όταν ωστόσο βρίσκεται αντιμέτωπο με την πρόκληση του να γίνει αποδεκτό στο πρώτο ανταγωνιστικό περιβάλλον εκτός οικογένειας (δηλ. στο σχολείο) δεν νιώθει πως τα καταφέρνει στο εύρος και την ένταση που θα ήθελε οπότε κυριεύεται από την ανάγκη να στηρίξει την αυτοεκτίμησή του τεχνητά, κι εδώ η διαπίστωση «εγώ μπορώ να δείχνω στους άλλους μη-αντιληπτές από εκείνους όψεις ενός θέματος» λειτουργεί τονωτικά για τη φαινομενική του αυτοεκτίμηση· στα επόμενα πεδία όπου δοκιμάζεται ο βαθμός αποδοχής του ατόμου από το περιβάλλον του (φίλοι, σπουδές, σχέσεις, δουλειά κλπ) εμφανίζεται (επαναλαμβανόμενα, ώσπου γίνεται αποδεκτή ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια) η συνειδητοποίηση ότι τα πράγματα όσον αφορά την επιδιωκόμενη αποδοχή μπορεί να μην έρχονται πάντα όπως τα θέλουμε, αλλά το βέβαιο είναι ότι αν κάνουμε τον συνήγορο του διαβόλου θα εισπράξουμε σε κάθε περίπτωση (λόγω της προδιαγεγραμμένης και προβλέψιμης αντίδρασης των άλλων) τα συνδιαλεκτικά χάδια που κάθε άτομο αποζητά για την επιβεβαίωσή του· οι τυχόν διαψεύσεις των προσδοκιών για αποδοχή σε συνδυασμό με απογοητεύσεις και/ή ματαιώσεις καθιστούν επιτακτικότερη την ανάγκη του ατόμου να ξορκίσει την αυτοαμφιβήτηση και να θωρακίσει την αίσθηση αυτοαξίας του και, επειδή έχει την πεποίθηση ότι οι τρεις όψεις του εαυτού του (πραγματικός, δεοντικός, ιδεατός) μπορούν στη δική του περίπτωση να ταυτιστούν σε ένα εξιδανικευμένο πρότυπο οξύνοιας και ορθολογισμού, υιοθετεί το συγκεκριμένο προσωπείο τροφοδοτώντας το με συστηματική συνηγορία του διαβόλου· εντωμεταξύ η συμπεριφορά αυτή αναπόφευκτα πλήττει τη δυνατότητα του ατόμου να δημιουργεί και να συντηρεί αληθινά ουσιαστικές και βαθιά αυτοαποκαλυπτικές σχέσεις (πράγμα που ωστόσο συμβαίνει με τους περισσότερους ανθρώπους — δεν είναι δική του αποκλειστικότητα) και, προκειμένου να ισορροπήσει και να συνεχίσει να επιβιώνει αδιαφορώντας πλέον για το αν γίνεται αποδεκτό (κι απλώς εκβιάζοντας την αναγνώριση των άλλων με τη μορφή συνδιαλεκτικών χαδιών ως αντίδραση στον ρόλο που παίζει), διαμορφώνει ναρκισσιστικά υψηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης όπου η συνηγορία του διαβόλου εκφυλίζεται σε εμμονικό αυτοσκοπό, χωρίς πλέον να ενδιαφέρει πραγματικά η δυνητική χρησιμότητά της, και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται αέναα. Το σενάριο αυτό δεν είναι ασύνηθες, αν και ο κανόνας είναι ότι στη φάση όπου γίνεται η αποτίμηση των τριών όψεων του εαυτού του το άτομο, ανάλογα με την εσωτερική του αίσθηση περί αξίας και ικανοτήτων του (επειδή κατά κανόνα στο ένα απ’ τα δύο θα νιώθει πως υστερεί), θα οδηγηθεί σε κάποια εκ των φαινομενικών αυτοεκτιμήσεων τύπου Ι και ΙΙ.
Με την ευκαιρία, ας πω και κάτι για το σχόλιο που έκανε η Irini ότι: «
Έτσι και κάποιος έχει αντίθετη άποψη από την πλειοψηφία των πολύ ενεργών μελών, κούνια που τον κούναγε. Για ένα μήνυμα που γράφει Χ, μπουλούκι από πάνω-κάτω ίδια μηνύματα που γράφουν Υ.» Υπό κανονικές συνθήκες, όταν κάποιος (όποιος και να ’ναι αυτός) έχει διαφορετική άποψη για κάτι που ειπώθηκε, μπαίνει και την γράφει. Εάν εκείνος που διατύπωσε την αρχική άποψη συνεχίζει να την υποστηρίζει (που συχνά έχει κάθε εύλογο λόγο να το κάνει, εφόσον δεν έχει πειστεί), είναι εξίσου εύλογο και δίκαιο (αν και ο άλλος δεν νιώθει πως πείστηκε) να συνεχιστεί η ανταλλαγή επιχειρημάτων. Βέβαια, άλλο πράγμα είναι η επιχειρηματολογία κι άλλο η στείρα αντιπαράθεση και/ή η διένεξη, αλλά ελπίζω ότι οι περισσότεροι είμαστε αρκετά ώριμοι και συγκροτημένοι ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε τη διαφορά. Ωστόσο, είναι άδικο να απαιτούμε από τα υπόλοιπα μέλη (είτε είναι παλιοί είτε νέοι, είτε έχουν διαχειριστικό ρόλο είτε όχι, είτε συμμετέχουν στην ιδιοκτησία τού φόρουμ είτε όχι) να μην λένε τη δική τους άποψη επειδή μπορεί ενδεχομένως να εκληφθεί πως πάνε (σε διατεταγμένη αποστολή) να φιμώσουν ή να εξουδετερώσουν την άλλη άποψη.
Όσο δικαίωμα έχει ο καθείς στη δική του άποψη, άλλο τόσο δικαίωμα έχει και ένας διαχειριστής ή συντονιστής ή ιδιοκτήτης στη δική του. Και η ιστορία της Λεξιλογίας έχει μέχρι σήμερα αποδείξει επανειλημμένα ότι η άποψη κάποιου που βρίσκεται σε πιο “προνομιούχα” θέση δεν επιχειρείται ποτέ να παρουσιαστεί ως σημαντικότερη ή πιο βαρύνουσα σε σχέση ακόμη και με οποιαδήποτε άλλη άποψη — τα όποια επιχειρήματα παραθέτει ο καθείς (και η σχετική βαρύτητά τους) στοιχειοθετούνται πάντα με πράγματα όπως λ.χ. προσωπικές εμπειρίες, υπόβαθρο, γνώσεις, βιώματα κττ. Δεν πέφτει ποτέ “γραμμή” να μπει «μπουλούκι που θα γράφει πάνω-κάτω τα ίδια». Αλλά κι απ' την άλλη, μήπως δηλαδή θα ήταν καλύτερο το αντίθετο, το να πέφτει το βάρος σε έναν μόνον από εμάς για να μιλά και εξ ονόματος των υπολοίπων; Αφού οι προσωπικές μας απόψεις κάθε άλλο παρά ταυτίζονται κατά κανόνα!
Τώρα, αν βρεθεί κάποια στιγμή κι ένα θέμα όπου υπάρχει μια σχετική σύμπνοια μεταξύ μας, ε κακό είναι αυτό; Ή πρέπει οπωσδήποτε να είναι ύποπτο; Φίλοι μου, η Λεξιλογία έχει δώδεκα ιδιοκτήτες που είμαστε πολύ, μα πάρα πολύ, διαφορετικοί μεταξύ μας — και στην όψη, και στην κόψη, και στην άποψη. Και το φόρουμ είναι πια τόσο μεγάλο και σύνθετο, ώστε κανένας μας δεν μπορεί πλέον να έχει την πλήρη εικόνα του. Αλλά, κι απ’ την άλλη, κανένα μέλος δεν μπορεί να γνωρίζει όλα όσα συνολικά γνωρίζει η ιδιοκτησιακή ομάδα (ΙΟ) και να έχει τη συνολική εικόνα του φόρουμ όπως την έχει συλλογικά η ΙΟ του φόρουμ. Όμως, γιατί να φωτογραφίζουμε συγκεκριμένα την ΙΟ; Στο θέμα που μας απασχόλησε (και με αφορμή το οποίο έγινε η προαναφερθείσα γενίκευση από την Irini, αν και προσωπικά διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις για το εάν μια τέτοια υπόθεση επιβεβαιώνεται διαχρονικά και σε κάθε περίπτωση), δεν απάντησαν και άλλα μέλη εκφράζοντας την ίδια άποψη με ιδιοκτήτες; Γιατί λοιπόν φάνηκε σε κάποιους σαν να γινόταν να κάποιου είδους συντονισμένη επίθεση εναντίον της “άλλης” άποψης; Να σας πω αμέσως το γιατί:
Στο συγκεκριμένο θέμα υπήρξε συστηματική καταστροφή κάθε πιθανότητας να γίνει συζήτηση του αρχικά τεθέντος ερωτήματος επειδή ένα μέλος ήθελε η συζήτηση να πάει συγκεκριμένα κάπου. Υπήρξαν 28 απαντήσεις από διάφορα μέλη, αλλά το πράγμα επανερχόταν συνεχώς χωρίς να προστίθεται κάτι νέο — και, δυστυχώς, όχι προς την κατεύθυνση όπου θα εξυπηρετείτο το θεμελιώδες ζήτημα που ’χε τεθεί προς συζήτηση, και το οποίο θυμίζω ήταν:
Με δεδομένο ότι το στάτους της Λεξιλογίας είναι αυτό κι αυτό, συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τη συμμετοχή — και γιατί; Έτσι, ακόμη πιο δυστυχώς, καταλήξαμε στο να μείνουν ασχολίαστες και χωρίς συζήτηση οι δύο βασικές απόψεις: Της ΙΟ (που είναι υπέρ της συμμετοχής, για λόγους που εξηγήθηκαν) και του sarant (που ανέφερε ότι το θεωρεί χυδαία εμπορικό εγχείρημα και γι’ αυτό επέλεξε να μείνει εκτός της ΙΟ). Εντωμεταξύ το νήμα γέμιζε διαρκώς από απαντήσεις που στα μάτια κάποιου τρίτου εύλογα θα ’διναν την εικόνα “συντονισμένης επίθεσης” κι επομένως θα έδιναν δίκιο στην αντίθετη άποψη όχι όμως επί τη βάσει των επιχειρημάτων της αλλ’ απλώς και μόνον στη λογική πως «για να δέχεται τέτοια “σφοδρή” επίθεση, κάποιο δίκιο θα ’χει»… Όμως ούτε σφοδρή επίθεση υπήρξε, ούτε τίποτα τέτοιο — απλώς αντίλογος στο κόλλημα. Αγνοώντας τη βασική αρχή πως κάτι τέτοιο είναι μάταιο κι άρα καταδικασμένο σε αποτυχία εξαρχής. Οπότε ναι, λάθος μας.