Δεν μπορώ να δω διαφορά ανάμεσα σε
ανα- και
επανα- στη δημιουργία νέων όρων, εκτός από το ότι το
επανα- θα ήταν η συνηθέστερη σημερινή επιλογή. Κοιτάζω ένα ιατρικό γλωσσάρι, πιάνω τα
re- και ξεχωρίζω:
επαναπορρόφηση, επανενεργοποίηση, επανασυγκόλληση, επανασβέστωση, επανακυκλοφορία, επανασυμπίεση, επανασύνδεση κ.ο.κ.
Τα
ανα- ανήκουν σε πανάρχαιες λέξεις ή κάπως παλιότερους όρους, π.χ.
recognition, αναγνώριση, και
ανακατασκευή, ανασύνθεση, αναδιαμόρφωση, ανακατανομή κ.λπ.
Να όμως και το
ανα- στον
ανασυνδυασμό (
recombination), για να δείξει τροποποίηση, όχι επανάληψη. Αν θέλαμε να τηρήσουμε αυστηρά αυτήν τουλάχιστο τη διαφορά, θα λέγαμε π.χ. ότι η
αναδιατύπωση είναι η διαφορετική διατύπωση και η
επαναδιατύπωση η εκ νέου διατύπωση. (Δια)τηρείται η διαφορά;
Και βέβαια, δίπλα στην
επαναφόρτιση το
ξαναφόρτωμα, άλλο το
αναπληρώνω και άλλο το
ξαναπληρώνω και άλλα τέτοια ενδιαφέροντα.
Να προσθέσω και το πλαίσιο από το λήμμα
ανα- του ΛΝΕΓ:
ανα-, επανα-, ξανά-: σύνθετα. Ήδη στην Αρχαία παρατηρείται η τάση να ενισχυθεί σημασιολογικά το ανα- στη σύνθεση με τη μορφή τού επανα- (< επί + ανά), ώστε να δηλώσει σαφέστερα και εντονότερα την «επανάληψη»: επαναπέμπω κοντά στο αναπέμπω, επανερωτώ αντί ανερωτώ κ.τ.ό. Διαφορετική ήταν, βεβαίως, η σχέση τού ανα-λαμβάνω έναντι τού επαναλαμβάνω, τού ανα-τέμνω έναντι τού επανα-τέμνω, όπου ava- και επανα- διέφεραν σημασιολογικώς (άλλο το αναλαμβάνω και άλλο το επαναλαμβάνω).
Τα τελευταία χρόνια η έννοια τής επανάληψης τείνει να δηλωθεί στην Ελληνική στον μεν επισημότερο / τυπικότερο λόγο με το επανα- (επαναλειτουργώ, επανασυζητώ, επανασυνδέω, επανεξετάζω, επανεμφανίζω, επαναρχίζω, επανατοποθετώ κ.λπ.) και στον καθημερινό / άτυπο λόγο με το ξανά- (ξαναβλέπω, ξαναλέω, ξαναφεύγω, ξαναπάω, ξανασηκώνω, ξαναβάζω κ.λπ.).