Κάποτε λοιπόν, ήταν τόσο φτηνή η βενζίνη, και έβρισκες τόσο εύκολα να παρκάρεις, ώστε πηδούσες στο αυτοκινητάκι σου και πήγαινες δέκα μέτρα μέχρι το περίπτερο να πάρεις σοκολάτες, για να τις περιποιηθείς μετά το καταβρόχθισμα της ζουμερής μπριζόλας που έσταζε λίπος, λίγο πριν βουτήξεις το πιρούνι για να επιτεθείς στον μπακλαβά που σε κοίταζε με αυθάδεια από το ταψάκι του, «δε θα με φας, δε θα με φας, κοντεύεις να σκάσεις από τα κοψίδια!» - δεν ήταν και λεξιλογικά κοψίδια, τα άτιμα!
Αργότερα, άρχισαν όλοι να μιλάνε μια περίεργη γλώσσα, να λένε για μεσοπρόθεσμα και κομμώσεις, συγγνώμη, θα σοβαρευτώ, κουρέματα, τελειώναν τα πετρέλαια, ακρίβυνε και η βενζίνη… Εντωμεταξύ, είχαν γίνει τόσο πολλά τα αυτοκίνητα στις μεγάλες πόλεις, ώστε μέχρι να περάσεις το φανάρι πάθαινες τριπλή ανακοπή από τα νεύρα σου, και χρειαζόσουν και τρία τζόνι για να συνέλθεις από τον εκνευρισμό (ή τρεις ρακές του θεού, άμα δε σου αρέσουν και τα ξενόφερτα). Δεν βοηθούσε και πολύ ο φίλος οδηγός στο πίσω αμάξι, που με το πού έβλεπε με το κιάλι το φανάρι να ανάβει πράσινο, πατούσε την κόρνα για να σε κάνει να πας πιο γρήγορα και σου έκανε το νεύρο μακαρόνι σπαγγετίνη νούμερο 10, ασχέτως που μεταξύ του αυτοκινήτου του και του φαναριού μεσολαβούσαν 6576387 αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή, βαρέθηκες να βλέπεις να σε προσπερνάνε σαλιγκάρια στο δρόμο, άσε που σου φαινόταν πως οι περαστικές πεταλούδες ήταν αεριωθούμενα τζετ, είπες λοιπόν: «Δεν ξεκινάω να μετακινούμαι με το ποδήλατο, μπας και μου πέσει κι εκείνο το παχάκι που στέκεται ανάμεσα σε μένα και την καριέρα μου στην πασαρέλα;»
Στην αρχή, και επειδή είχες να κάνεις ποδήλατο από τότε που ήσουν 12 χρονών και η μάνα σου σε άφηνε να κάνεις μόνο το γύρο του τετραγώνου (η μεγαλούπολη που λέγαμε), κι αυτό μετά από πολλά παρακάλια και κλαψουρίσματα στον μπαμπά που σου είχε και αδυναμία, σαβουριάστηκες μερικές φορές, σου έγινε το μπούτι μπλε μαρέν και ματζέντα από τις μελανιές, άσε που είπες «πάει, σακατεύτηκα, τι τα ήθελα στην ηλικία μου τα ποδήλατα, να, τώρα θα χρειαστώ πι πριν την ώρα μου». Μετά, πήρες τα πάνω σου, είδες ότι είναι ωραίο το ποδηλατάκι, και άρχισες να το κυκλοφορείς περισσότερο.
Σε άγχωνε βέβαια ο οδηγός από τη δεύτερη παράγραφο, που σε έβλεπε μπροστά του να ποδηλατείς και άρχιζε να κορνάρει ως τρελός (συγγνώμη, σαν), είχε τα νεύρα του, βλέπεις, επειδή ήξερε ότι θα εξαφανιστείς εν ριπή οφθαλμού ανάμεσα από τα αυτοκίνητα ενώ εκείνος θα περίμενε στο φανάρι μέχρι να του γελάσει ο Γιαραμπής και να καταφέρει να περάσει, ήθελε και να παίξει Pro με το γιόκα του μέχρι να αρχίσει ο Θρύλος, άσε που ήσουν και γυναίκα, παναπεί δεν έχεις δικαίωμα να οδηγείς τροχοφόρο εκτός κι αν ήταν καροτσάκι της λαϊκής ή το καροτσάκι του αποπάνω γιόκα, όταν ακόμα ήτανε μικρός.
Έκανες λοιπόν στην άκρη, ο οδηγός σε πέρναγε με επιτάχυνση μηδέν στα εκατό σε 0,4 δευτερόλεπτα (είχε πάρει Mazda MX-5 με μια επιδότηση του ΕΟΜΜΕΧ για μια μούφα επιχείρηση που είχε ανοίξει), και μόλις τον έπιανε το τρισκατάρατο φανάρι, τον προσπερνούσες χαμογελώντας καμαρωτή καμαρωτή, έφτανες μπροστά μπροστά και περνούσες απέναντι ακούγοντας κάπου πίσω στο βάθος την κόρνα, «άντε ρεεεεεε!»
Μετά, άρχισες να προσέχεις ότι κυκλοφορούσαν στους δρόμους κάτι τύποι με τάσεις αυτοκτονίας: καβαλάνε μαύρο ή μπλε ποδήλατο, άντε και ανθρακί στο τσακίρ κέφι, φοράνε μαύρα ή μπλε ρούχα, και κυκλοφορούν στους δρόμους με σκοτάδι πισσοσκόταδο, μαύρο σκοτάδι πίσσα, πιστεύοντας ότι ο μέσος Έλληνας οδηγός έχει μάτι μεταλλαγμένου αετού, που εντοπίζει πόσοι άγγελοι χορεύουν στο κεφάλι της καρφίτσας με την οποία έχει στερεώσει ο μπροστινός φορτηγατζής το σκόρδο για το κακό το μάτι που κρέμεται στον καθρέφτη του φορτηγού. Φώτα; Τι φώτα, αυτοκίνητο οδηγούν;
Και άρχισες να σκέφτεσαι: πώς να τους λέγαμε στα ελληνικά; Οι Αμερικάνοι τους λένε ninja cyclists, γιατί είναι πιο αόρατοι κι από τζάμι που το έχεις περάσει με Άζαξ, συγγνώμη, με ξίδι, έχεις και οικολογική συνείδηση. Είναι και γρήγοροι: συνήθως καταλήγουν στο ΚΑΤ σε χρόνο dt - είπαμε, ο οδηγός της δεύτερης παραγράφου ΒΙΑ-ΖΕ-ΤΑΙ!
Υ.Γ. Όλο το παραπάνω ποστ γράφτηκε γιατί δεν ήξερα πώς λέμε στα ελληνικά το penny farthing. ;) Απανταχού συμποδηλάτες, μια ρόδα βοηθείας!
Αργότερα, άρχισαν όλοι να μιλάνε μια περίεργη γλώσσα, να λένε για μεσοπρόθεσμα και κομμώσεις, συγγνώμη, θα σοβαρευτώ, κουρέματα, τελειώναν τα πετρέλαια, ακρίβυνε και η βενζίνη… Εντωμεταξύ, είχαν γίνει τόσο πολλά τα αυτοκίνητα στις μεγάλες πόλεις, ώστε μέχρι να περάσεις το φανάρι πάθαινες τριπλή ανακοπή από τα νεύρα σου, και χρειαζόσουν και τρία τζόνι για να συνέλθεις από τον εκνευρισμό (ή τρεις ρακές του θεού, άμα δε σου αρέσουν και τα ξενόφερτα). Δεν βοηθούσε και πολύ ο φίλος οδηγός στο πίσω αμάξι, που με το πού έβλεπε με το κιάλι το φανάρι να ανάβει πράσινο, πατούσε την κόρνα για να σε κάνει να πας πιο γρήγορα και σου έκανε το νεύρο μακαρόνι σπαγγετίνη νούμερο 10, ασχέτως που μεταξύ του αυτοκινήτου του και του φαναριού μεσολαβούσαν 6576387 αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή, βαρέθηκες να βλέπεις να σε προσπερνάνε σαλιγκάρια στο δρόμο, άσε που σου φαινόταν πως οι περαστικές πεταλούδες ήταν αεριωθούμενα τζετ, είπες λοιπόν: «Δεν ξεκινάω να μετακινούμαι με το ποδήλατο, μπας και μου πέσει κι εκείνο το παχάκι που στέκεται ανάμεσα σε μένα και την καριέρα μου στην πασαρέλα;»
Στην αρχή, και επειδή είχες να κάνεις ποδήλατο από τότε που ήσουν 12 χρονών και η μάνα σου σε άφηνε να κάνεις μόνο το γύρο του τετραγώνου (η μεγαλούπολη που λέγαμε), κι αυτό μετά από πολλά παρακάλια και κλαψουρίσματα στον μπαμπά που σου είχε και αδυναμία, σαβουριάστηκες μερικές φορές, σου έγινε το μπούτι μπλε μαρέν και ματζέντα από τις μελανιές, άσε που είπες «πάει, σακατεύτηκα, τι τα ήθελα στην ηλικία μου τα ποδήλατα, να, τώρα θα χρειαστώ πι πριν την ώρα μου». Μετά, πήρες τα πάνω σου, είδες ότι είναι ωραίο το ποδηλατάκι, και άρχισες να το κυκλοφορείς περισσότερο.
Σε άγχωνε βέβαια ο οδηγός από τη δεύτερη παράγραφο, που σε έβλεπε μπροστά του να ποδηλατείς και άρχιζε να κορνάρει ως τρελός (συγγνώμη, σαν), είχε τα νεύρα του, βλέπεις, επειδή ήξερε ότι θα εξαφανιστείς εν ριπή οφθαλμού ανάμεσα από τα αυτοκίνητα ενώ εκείνος θα περίμενε στο φανάρι μέχρι να του γελάσει ο Γιαραμπής και να καταφέρει να περάσει, ήθελε και να παίξει Pro με το γιόκα του μέχρι να αρχίσει ο Θρύλος, άσε που ήσουν και γυναίκα, παναπεί δεν έχεις δικαίωμα να οδηγείς τροχοφόρο εκτός κι αν ήταν καροτσάκι της λαϊκής ή το καροτσάκι του αποπάνω γιόκα, όταν ακόμα ήτανε μικρός.
Έκανες λοιπόν στην άκρη, ο οδηγός σε πέρναγε με επιτάχυνση μηδέν στα εκατό σε 0,4 δευτερόλεπτα (είχε πάρει Mazda MX-5 με μια επιδότηση του ΕΟΜΜΕΧ για μια μούφα επιχείρηση που είχε ανοίξει), και μόλις τον έπιανε το τρισκατάρατο φανάρι, τον προσπερνούσες χαμογελώντας καμαρωτή καμαρωτή, έφτανες μπροστά μπροστά και περνούσες απέναντι ακούγοντας κάπου πίσω στο βάθος την κόρνα, «άντε ρεεεεεε!»
Μετά, άρχισες να προσέχεις ότι κυκλοφορούσαν στους δρόμους κάτι τύποι με τάσεις αυτοκτονίας: καβαλάνε μαύρο ή μπλε ποδήλατο, άντε και ανθρακί στο τσακίρ κέφι, φοράνε μαύρα ή μπλε ρούχα, και κυκλοφορούν στους δρόμους με σκοτάδι πισσοσκόταδο, μαύρο σκοτάδι πίσσα, πιστεύοντας ότι ο μέσος Έλληνας οδηγός έχει μάτι μεταλλαγμένου αετού, που εντοπίζει πόσοι άγγελοι χορεύουν στο κεφάλι της καρφίτσας με την οποία έχει στερεώσει ο μπροστινός φορτηγατζής το σκόρδο για το κακό το μάτι που κρέμεται στον καθρέφτη του φορτηγού. Φώτα; Τι φώτα, αυτοκίνητο οδηγούν;
Και άρχισες να σκέφτεσαι: πώς να τους λέγαμε στα ελληνικά; Οι Αμερικάνοι τους λένε ninja cyclists, γιατί είναι πιο αόρατοι κι από τζάμι που το έχεις περάσει με Άζαξ, συγγνώμη, με ξίδι, έχεις και οικολογική συνείδηση. Είναι και γρήγοροι: συνήθως καταλήγουν στο ΚΑΤ σε χρόνο dt - είπαμε, ο οδηγός της δεύτερης παραγράφου ΒΙΑ-ΖΕ-ΤΑΙ!
Υ.Γ. Όλο το παραπάνω ποστ γράφτηκε γιατί δεν ήξερα πώς λέμε στα ελληνικά το penny farthing. ;) Απανταχού συμποδηλάτες, μια ρόδα βοηθείας!