Στο σημερινό άρθρο του στο protagon.gr, ο Δημήτρης Καμπουράκης αναδημοσιεύει (σε μετάφραση, μην τρομάζετε) ένα άρθρο που πρωτοδημοσιεύτηκε σε βουλγαρική εφημερίδα πριν από δυο μήνες (Το μέλλον της Ελλάδας όπως το παρελθόν της Βουλγαρίας). Το άρθρο αξίζει να το διαβάσουμε (όσο περισσότερες απόψεις από διαφορετική οπτική γωνία συγκεντρώνουμε, τόσο καλύτερα --μάλλον).
Εγώ θέλω να σταθώ στο γλωσσικό ενδιαφέρον και τον άγνωστο όρο mutrization που χρησιμοποιεί (μεταφορά από ανάλογο όρο στα βουλγαρικά). Ο όρος χρησιμοποιείται γραμμένος έτσι, στα αγγλικά, και επεξηγείται:
Μια πρώτη ιδέα παίρνουμε από σχετικό άρθρο στην αγγλική γουίκη: In post-1990 Bulgaria, the word борец ("wrestler") came to denote a mafia man (a common synonym is мутра (mutri), literally "mug").
Εδώ αρχίζουν και περνάνε οι πρώτες ιδέες από το μυαλό μας: Μήπως πρόκειται για μια ακόμη γόνιμη βαλκανική γλωσσική μεταφορά;
Πραγματικά. Στο βουλγαρικό βικιλεξικό, στο λήμμα мутра, διαβάζουμε:
Με άλλα λόγια, ότι ετυμολογικά η βουλγ. λέξη μούτρα προέρχεται από το νεοελλ. (εκείνο το нгр = ngr) μούτρο (μούτρα!), που προήλθε από το ιταλ. mutria κλπ., όπως δίνουν και τα ελληνικά λεξικά, π.χ. το ΛΚΝ εδώ.
Επομένως, mutrization = *μουτροποίηση! Θα τον αποδεχτούμε αυτόν τον μετανάστη που μας έρχεται από τον Βορρά;
Εγώ θέλω να σταθώ στο γλωσσικό ενδιαφέρον και τον άγνωστο όρο mutrization που χρησιμοποιεί (μεταφορά από ανάλογο όρο στα βουλγαρικά). Ο όρος χρησιμοποιείται γραμμένος έτσι, στα αγγλικά, και επεξηγείται:
Mutrization: Η επικράτηση της μαφίας στην οικονομική ζωή ενός κράτους. Εκβιασμοί, ναρκωτικά, προστασία, λαθρεμπόριο, τυχερά παιχνίδια, ασφάλιση, έκδοση γυναικών, εισαγωγή κλεμμένων αυτοκινήτων σε ευρύτατη κλίμακα, μπλοκάρουν κάθε υγιή οικονομική δραστηριότητα, ενώ παράλληλα διαπλέκονται μέσα στην πολιτική εξουσία, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και τη δικαιοσύνη, καθορίζοντας τις αποφάσεις τους.
Από πού προέρχεται αυτός ό όρος;Μια πρώτη ιδέα παίρνουμε από σχετικό άρθρο στην αγγλική γουίκη: In post-1990 Bulgaria, the word борец ("wrestler") came to denote a mafia man (a common synonym is мутра (mutri), literally "mug").
Εδώ αρχίζουν και περνάνε οι πρώτες ιδέες από το μυαλό μας: Μήπως πρόκειται για μια ακόμη γόνιμη βαλκανική γλωσσική μεταφορά;
Πραγματικά. Στο βουλγαρικό βικιλεξικό, στο λήμμα мутра, διαβάζουμε:
Етимология
От нгр. μούτρο „лице, муцуна; разбойник, измамник“ < итал. mutria „муцуна“, сродна с исп. morro, порт. morra, ст.-фр. mourre „муцуна“, ит. (диал.) moragia, muraja, moraccia, пров. moralha, фр. mouraille „конска муцуна“ < лат. *mutra, умал. *mutricula < баски mutur, muthur „муцуна“ (или някой сроден нему изчезнал език).
От нгр. μούτρο „лице, муцуна; разбойник, измамник“ < итал. mutria „муцуна“, сродна с исп. morro, порт. morra, ст.-фр. mourre „муцуна“, ит. (диал.) moragia, muraja, moraccia, пров. moralha, фр. mouraille „конска муцуна“ < лат. *mutra, умал. *mutricula < баски mutur, muthur „муцуна“ (или някой сроден нему изчезнал език).
Με άλλα λόγια, ότι ετυμολογικά η βουλγ. λέξη μούτρα προέρχεται από το νεοελλ. (εκείνο το нгр = ngr) μούτρο (μούτρα!), που προήλθε από το ιταλ. mutria κλπ., όπως δίνουν και τα ελληνικά λεξικά, π.χ. το ΛΚΝ εδώ.
Επομένως, mutrization = *μουτροποίηση! Θα τον αποδεχτούμε αυτόν τον μετανάστη που μας έρχεται από τον Βορρά;