Μια και είδαμε τη μάντισσα στη mantis, ας δούμε και την αγγλική mantissa, που προφέρεται [μαντίσα] και έχει προέλευση ενδεχομένως ετρουσκική!
Στο ODE:
mantissa [man'tɪsə]
noun
• 1 Mathematics the part of a logarithm after the decimal point.
• 2 Computing the part of a floating-point number which represents the significant digits of that number.
Origin: mid 17th century: from Latin, literally 'makeweight', perhaps from Etruscan.
Αυτό το makeweight είναι το συμπλήρωμα βάρους. Το επίσταθμο, λέει ο Κουμανούδης για τη λατινική mantissa.
Οι μαθηματικοί διαφωνούν για τη χρήση του όρου εκτός λογαρίθμων και ως συνώνυμου του significand:
...this use of mantissa is discouraged by the IEEE floating-point standard committee and by some professionals such as William Kahan and Donald Knuth, because it conflicts with the pre-existing usage of mantissa for the fractional part of a logarithm.
http://en.wikipedia.org/wiki/Significand#Use_of_.22mantissa.22
Αυτό το δεύτερο, πάντως, το λέμε «σταθερό μέρος αριθμού κινητής υποδιαστολής» (ή «σημαντικό μέρος», significand). Όταν αναπαραστήσουμε τον αριθμό 120.000 σαν 1,2x10[SUP]5[/SUP] στο σύστημα κινητής υποδιαστολής, το 1,2 είναι το σταθερό ή σημαντικό μέρος (significand, mantissa), το 10 είναι η βάση (base) και το 5 είναι ο εκθέτης (exponent). [Φίλοι μαθηματικοί, πείτε μου αν κάνω λάθος.]
Στους λογάριθμους τώρα, όπου η παραδοσιακή χρήση του όρου: Έχουμε τη mantissa στο μαθηματικό γλωσσάρι με την απόδοση «δεκαδικό μέρος λογαρίθμου» (ή «κλασματικό μέρος»).
Η ΕΛΕΤΟ στο teleterm έχει προτείνει και την απλοποιημένη μεταγραφή μαντίσα, ελπίζω και για τις δύο σημασίες και όχι μόνο για το σύστημα κινητής υποδιαστολής.
Στη Wikipedia βλέπω δύο πρόσθετες σημασίες:
Metaphorically, it is the part of the self that eludes conscious awareness or self-understanding.
(noun) An addition of little importance.
Νομίζω ότι και οι δύο χρήσεις είναι απαρχαιωμένες.
Στο ODE:
mantissa [man'tɪsə]
noun
• 1 Mathematics the part of a logarithm after the decimal point.
• 2 Computing the part of a floating-point number which represents the significant digits of that number.
Origin: mid 17th century: from Latin, literally 'makeweight', perhaps from Etruscan.
Αυτό το makeweight είναι το συμπλήρωμα βάρους. Το επίσταθμο, λέει ο Κουμανούδης για τη λατινική mantissa.
Οι μαθηματικοί διαφωνούν για τη χρήση του όρου εκτός λογαρίθμων και ως συνώνυμου του significand:
...this use of mantissa is discouraged by the IEEE floating-point standard committee and by some professionals such as William Kahan and Donald Knuth, because it conflicts with the pre-existing usage of mantissa for the fractional part of a logarithm.
http://en.wikipedia.org/wiki/Significand#Use_of_.22mantissa.22
Αυτό το δεύτερο, πάντως, το λέμε «σταθερό μέρος αριθμού κινητής υποδιαστολής» (ή «σημαντικό μέρος», significand). Όταν αναπαραστήσουμε τον αριθμό 120.000 σαν 1,2x10[SUP]5[/SUP] στο σύστημα κινητής υποδιαστολής, το 1,2 είναι το σταθερό ή σημαντικό μέρος (significand, mantissa), το 10 είναι η βάση (base) και το 5 είναι ο εκθέτης (exponent). [Φίλοι μαθηματικοί, πείτε μου αν κάνω λάθος.]
Στους λογάριθμους τώρα, όπου η παραδοσιακή χρήση του όρου: Έχουμε τη mantissa στο μαθηματικό γλωσσάρι με την απόδοση «δεκαδικό μέρος λογαρίθμου» (ή «κλασματικό μέρος»).
Η ΕΛΕΤΟ στο teleterm έχει προτείνει και την απλοποιημένη μεταγραφή μαντίσα, ελπίζω και για τις δύο σημασίες και όχι μόνο για το σύστημα κινητής υποδιαστολής.
Στη Wikipedia βλέπω δύο πρόσθετες σημασίες:
Metaphorically, it is the part of the self that eludes conscious awareness or self-understanding.
(noun) An addition of little importance.
Νομίζω ότι και οι δύο χρήσεις είναι απαρχαιωμένες.