metafrasi banner

make a difference

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Είναι αγγλισμός το "κάνω διαφορά"; Το Γκουγκλ βγάζει 676.000 αποτελέσματα. Το έχει ακόμα και η Magenta, αλλά αναρωτιέμαι αν έχει προστεθεί σχετικά πρόσφατα και αν υπάρχει εντελώς ισοδύναμος ιδιωματισμός στα ελληνικά.
 

Zazula

Administrator
Staff member
έκανε τη διαφορά = 1.210.000, λέει η Γκούγκλα
...οπότε μάλλον ο αόριστος κάνει τη διαφορά... :)
 

SBE

¥
make a difference
a. to have an effect
b. to treat differently

make a difference
Distinguish or discriminate. This phrase appears in the Bible (Leviticus 11:47): "To make a difference between the unclean and the clean." [Late 1500s] (Σημ. διαστεῖλαι ἀνὰ μέσον τῶν ἀκαθάρτων καὶ ἀνὰ μέσον τῶν καθαρῶν)
[...]
Be important, matter, as in Her volunteer work made a difference in many lives .
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Εμένα μ' ενδιαφέρει η έννοια have an effect, όχι το treat differently ή distinguish.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ας αποσαφηνιστεί ότι η Ματζέντα έχει το αρνητικό: it makes no difference δεν κάνει διαφορά.

Το ΛΝΕΓ δεν είδα να έχει κάτι στο λήμμα διαφορά, έχει όμως το ΛΚΝ:
κτ. κάνει διαφορά, έχει διαφορά ή δείχνει τη διαφορά που υπάρχει: Αυτό το σχέδιο / το χρώμα δεν κάνει διαφορά από το άλλο.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Το ΛΝΕΓ ούτε στο «κάνω» φαίνεται να το έχει. Όσο για το ΛΚΝ: άναρθρο το «διαφορά»; Μπα, δεν νομίζω (ούτε αυτό που δίνει είναι το αντίστοιχο του «make a difference»). Μα καλά, δεν μιλάνε / ακούνε ελληνικά οι λεξικογράφοι;
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Ας αποσαφηνιστεί ότι η Ματζέντα έχει το αρνητικό: it makes no difference δεν κάνει διαφορά.
H Magenta που έχω εγώ μπροστά μου λέει: make a difference = κάνω διαφορά.

Capture.jpg
 

Zazula

Administrator
Staff member
Παίδες, το λεξικογραφικό «κάνω διαφορά» (δλδ άναρθρο) αντιστοιχεί στο διαφοροποιώ/διαφοροποιούμαι.
Το αγγλικό make a difference "have an effect" είναι «κάνω τη διαφορά» (δλδ έναρθρο).
Να το ξαναπώ;
 

nickel

Administrator
Staff member
Διάφορα από το Longman:

make a/the difference
to have an important effect or influence on something or someone:
1 [British English] Whatever she did, it made no difference.
make a/the difference to
2 [British English] One more person wouldn't make any difference to the arrangements.
make a/the difference between
3 [American English] It could make the difference between missing your train and getting to work on time.
4 [British English] Having a good teacher has made all the difference for Alex (=had an important influence).
it makes no difference to somebody
used to say that it does not matter to someone which thing happens, is chosen etc:
5 [British English] Morning or afternoon. It makes no difference to me.


Δώστε τις αγαπημένες σας αποδόσεις για τις χρήσεις 1-5, για να δούμε τις διαφορές μας:
 
Τάσσομαι αναφανδόν υπέρ της ζαζούλειας άποψης. Το Α δεν έχει διαφορά από το Β. Στην κατάσταση αυτή, το Α κάνει τη διαφορά.
 
Top