Είναι αγγλισμός το "κάνω διαφορά"; Το Γκουγκλ βγάζει 676.000 αποτελέσματα. Το έχει ακόμα και η Magenta, αλλά αναρωτιέμαι αν έχει προστεθεί σχετικά πρόσφατα και αν υπάρχει εντελώς ισοδύναμος ιδιωματισμός στα ελληνικά.
make a difference
Distinguish or discriminate. This phrase appears in the Bible (Leviticus 11:47): "To make a difference between the unclean and the clean." [Late 1500s] (Σημ.διαστεῖλαι ἀνὰ μέσον τῶν ἀκαθάρτων καὶ ἀνὰ μέσον τῶν καθαρῶν)
[...]
Be important, matter, as in Her volunteer work made a difference in many lives .
Ας αποσαφηνιστεί ότι η Ματζέντα έχει το αρνητικό:it makes no difference δεν κάνει διαφορά.
Το ΛΝΕΓ δεν είδα να έχει κάτι στο λήμμα διαφορά, έχει όμως το ΛΚΝ: κτ. κάνει διαφορά, έχει διαφορά ή δείχνει τη διαφορά που υπάρχει: Αυτό το σχέδιο / το χρώμα δεν κάνει διαφορά από το άλλο.
Το ΛΝΕΓ ούτε στο «κάνω» φαίνεται να το έχει. Όσο για το ΛΚΝ: άναρθρο το «διαφορά»; Μπα, δεν νομίζω (ούτε αυτό που δίνει είναι το αντίστοιχο του «make a difference»). Μα καλά, δεν μιλάνε / ακούνε ελληνικά οι λεξικογράφοι;
Παίδες, το λεξικογραφικό «κάνω διαφορά» (δλδ άναρθρο) αντιστοιχεί στο διαφοροποιώ/διαφοροποιούμαι.
Το αγγλικό make a difference "have an effect" είναι «κάνω τη διαφορά» (δλδ έναρθρο).
Να το ξαναπώ;
make a/the difference
to have an important effect or influence on something or someone: 1 [British English] Whatever she did, it made no difference. make a/the difference to 2 [British English] One more person wouldn't make any difference to the arrangements. make a/the difference between 3 [American English] It could make the difference between missing your train and getting to work on time. 4 [British English] Having a good teacher has made all the difference for Alex (=had an important influence). it makes no difference to somebody
used to say that it does not matter to someone which thing happens, is chosen etc: 5 [British English] Morning or afternoon. It makes no difference to me.
Δώστε τις αγαπημένες σας αποδόσεις για τις χρήσεις 1-5, για να δούμε τις διαφορές μας: