Με τέτοιον τίτλο θα νόμιζε κανείς ότι κάτι θέλω να πω για την κρίση, αλλά η αλήθεια είναι ότι καταθέτω δύο απορίες: η πρώτη είναι για τις αποδόσεις τού limbo με τη θρησκευτική και τη μεταφορική σημασία, η δεύτερη για την περιγραφή της στάσης του σώματος στο χορό limbo.
Το καθαρτήριο (purgatory, λατ. purgatorium), σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είναι ο προθάλαμος του Παραδείσου. Στο καθαρτήριο πυρ εξαγνίζονται οι ψυχές όσων δεν έχουν πάρει ακόμα στάμπα στο διαβατήριο για τον παράδεισο.
Από την άλλη, το λίμπο (limbo), που ανήκει στη ρωμαιοκαθολική παράδοση αλλά δεν αποτελεί επίσημο δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (η οποία απλώς δεν το αποκλείει θεωρητικά), είναι οι παρυφές της κόλασης. Limbus, η λατινική λέξη από την οποία προέρχεται (για την ακρίβεια, από τη φράση in limbo) σημαίνει «παρυφή» και από το μεσαίωνα αυτό το λίμπο χωρίζεται σε limbum patrum, λίμπο των πατέρων ή των πατριαρχών, όπου περιμένουν οι καλοί άνθρωποι που έζησαν πριν να έρθει ο Χριστός και να μας απαλλάξει από το προπατορικό αμάρτημα (η απαλλαγή δεν είχε αναδρομική ισχύ, οπότε οι προ Χριστού καλοί ταλαιπωρούνται με αυτή την εκκρεμότητα), και limbo infantum, λίμπο των νηπίων, όπου ως γνωστόν καταλήγουν τα αβάπτιστα.
Η δική μας εκκλησία δεν φαίνεται να έχει ασχοληθεί με το λίμπο, οπότε, εκτός από κάποια ευρήματα με το μεταγραμμένο, δεν βλέπω κάποια άλλη απόδοση.
Με ενδιαφέρει περισσότερο η απόδοση των μεταφορικών χρήσεων:
2 an uncertain period of awaiting a decision or resolution; an intermediate state or condition: the legal battle could leave the club in limbo until next year
– a state of neglect or oblivion: these prisoners are in limbo: no one is responsible for their welfare
[ODE]
Κι άλλα παραδείγματα:
While she waits to hear if she has a place at a college, Jess is in limbo.
Porto hitman Jardel has begun the season in style, but yet again no major clubs have come calling and his international career is in limbo.
Προτάσεις για αποδόσεις:
Για το in limbo
μετέωρος
σε εκκρεμότητα
επί ξύλου κρεμάμενος
ξεχασμένος από τον κόσμο
σε αφάνεια
μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας
Για το ουσιαστικό, σε παραδείγματα όπως τα παρακάτω;
Mr. Scott's characters are doubtless intended to be dim figures belonging to a limbo between a dead empire and a nation not yet reborn.
[It] invites visitors to a limbo between modern utopia and a surrealist dream in the form of a monumental sculpture.
Γκρίζα ζώνη;
Η δεύτερη απορία: Αν θυμάστε το χορό που λεγόταν λίμπο (ένα από τα 1018 πράγματα που μπορούσα να κάνω κάποτε αλλά όχι πια), αυτός είναι ομώνυμο. Η λέξη δημιουργήθηκε από το limber, που είναι ο ευλύγιστος και το να ασκείσαι για να κρατήσεις την ευλυγισία σου. Πώς θα λέγαμε αυτή την κάμψη του σώματος προς τα πίσω που γίνεται στα γόνατα;
http://en.wikipedia.org/wiki/Limbo
http://en.wikipedia.org/wiki/Limbo_(dance)
Το καθαρτήριο (purgatory, λατ. purgatorium), σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είναι ο προθάλαμος του Παραδείσου. Στο καθαρτήριο πυρ εξαγνίζονται οι ψυχές όσων δεν έχουν πάρει ακόμα στάμπα στο διαβατήριο για τον παράδεισο.
Από την άλλη, το λίμπο (limbo), που ανήκει στη ρωμαιοκαθολική παράδοση αλλά δεν αποτελεί επίσημο δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (η οποία απλώς δεν το αποκλείει θεωρητικά), είναι οι παρυφές της κόλασης. Limbus, η λατινική λέξη από την οποία προέρχεται (για την ακρίβεια, από τη φράση in limbo) σημαίνει «παρυφή» και από το μεσαίωνα αυτό το λίμπο χωρίζεται σε limbum patrum, λίμπο των πατέρων ή των πατριαρχών, όπου περιμένουν οι καλοί άνθρωποι που έζησαν πριν να έρθει ο Χριστός και να μας απαλλάξει από το προπατορικό αμάρτημα (η απαλλαγή δεν είχε αναδρομική ισχύ, οπότε οι προ Χριστού καλοί ταλαιπωρούνται με αυτή την εκκρεμότητα), και limbo infantum, λίμπο των νηπίων, όπου ως γνωστόν καταλήγουν τα αβάπτιστα.
Η δική μας εκκλησία δεν φαίνεται να έχει ασχοληθεί με το λίμπο, οπότε, εκτός από κάποια ευρήματα με το μεταγραμμένο, δεν βλέπω κάποια άλλη απόδοση.
Με ενδιαφέρει περισσότερο η απόδοση των μεταφορικών χρήσεων:
2 an uncertain period of awaiting a decision or resolution; an intermediate state or condition: the legal battle could leave the club in limbo until next year
– a state of neglect or oblivion: these prisoners are in limbo: no one is responsible for their welfare
[ODE]
Κι άλλα παραδείγματα:
While she waits to hear if she has a place at a college, Jess is in limbo.
Porto hitman Jardel has begun the season in style, but yet again no major clubs have come calling and his international career is in limbo.
Προτάσεις για αποδόσεις:
Για το in limbo
μετέωρος
σε εκκρεμότητα
επί ξύλου κρεμάμενος
ξεχασμένος από τον κόσμο
σε αφάνεια
μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας
Για το ουσιαστικό, σε παραδείγματα όπως τα παρακάτω;
Mr. Scott's characters are doubtless intended to be dim figures belonging to a limbo between a dead empire and a nation not yet reborn.
[It] invites visitors to a limbo between modern utopia and a surrealist dream in the form of a monumental sculpture.
Γκρίζα ζώνη;
Η δεύτερη απορία: Αν θυμάστε το χορό που λεγόταν λίμπο (ένα από τα 1018 πράγματα που μπορούσα να κάνω κάποτε αλλά όχι πια), αυτός είναι ομώνυμο. Η λέξη δημιουργήθηκε από το limber, που είναι ο ευλύγιστος και το να ασκείσαι για να κρατήσεις την ευλυγισία σου. Πώς θα λέγαμε αυτή την κάμψη του σώματος προς τα πίσω που γίνεται στα γόνατα;
http://en.wikipedia.org/wiki/Limbo
http://en.wikipedia.org/wiki/Limbo_(dance)