Γράφει για την ΑΕΚ στο χτεσινό άρθρο του στην Sportday ο Αντώνης Πανούτσος. Και κάποια στιγμή, εκεί που έχει μπει και εξετάζει το ανθρώπινο δυναμικό της ομάδας, αναφέρει:
Ώπα! Μικρή στάση εδώ: Μέχρι σήμερα, η λέξη μαστοράντζα μου έφερνε στο μυαλό διάφορες αρνητικές εικόνες. Τους τσαπατσούληδες τεχνικούς, αυτούς που φτιάχνουν ένα και χαλάνε δύο, που δικαιολογούνται και παραμυθιάζουν τους πελάτες, αυτούς που συγκεντρώνουν τα κακά χαρακτηριστικά της φάρας τους, αυτούς που δεν είναι πραγματικοί μάστορες, σωστά μαστόρια στη δουλειά τους. Με άλλα λόγια, θεωρούσα ότι εδώ είναι αρνητικό αυτό το ιταλο/βενετόφερτο -άντζα, που κατά το ΛΚΝ είναι (λαϊκ.) ατονημένο επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα και επιτείνει τη θετική ή αρνητική σημασία της πρωτότυπης λέξης: (μάστορας) μαστοράντζα, (σοφέρ) σοφεράντζα· (πρόστυχος) προστυχάντζα. || (μπροστά) μπροστάντζα.
Λάθος μου, αν είναι να πιστέψω αποκλειστικά το ΛΚΝ:
μαστοράντζα η Ο25α : (οικ.) 1. ο μάστορας. 2. ομάδα από μαστόρους ή το σύνολο των μαστόρων ορισμένης ειδικότητας.
Ίσως όχι πια λάθος μου, κατά το ΛΝΕΓ, που ενώ στην έκδοση του ’96 δίνει:
μαστοράντζα (η) {χωρ. πληθ.} (λαϊκ.) 1. ομάδα μαστόρων που συνεργάζονται στην εκτέλεση έργου 2. (κατ' επέκτ.) το σύνολο των μαστόρων, η επαγγελματική τους τάξη 3. (εκφραστ.) μάστορας, σε φρ. όπως: είναι μεγάλη ~ (σπουδαίος μάστορας)
στην έκδοση του ’06 περιέχει μια μικρή αλλά κρίσιμη προσθήκη:
μαστοράντζα (η) {χωρ. πληθ.} (λαϊκ.) 1. (α) ομάδα μαστόρων που συνεργάζονται στην εκτέλεση έργου (β) το σύνολο των μαστόρων, η επαγγελματική τους τάξη 2. (εκφραστ.) μάστορας, σε φρ. όπως: είναι μεγάλη ~ (σπουδαίος μάστορας) (κ. μειωτ.) μη μπλέξεις με ~.
Ας επιστρέψουμε όμως στο journeyman. Από πού προέρχεται και τι σημαίνει ακριβώς αυτή η λέξη; Το OED δίνει:
Και φυσικά, μη διστάσετε να προσθέσετε αν γνωρίζετε κάποια καλή απόδοση για τους gatekeepers: In boxing, a gatekeeper is a skilful and well-regarded fighter, but who does not have the popularity or brilliance of a contender. They are considered to be a cut above most journeymen (από τη γουίκη).
[...] Η ΑΕΚ χρειάζεται Σκόκο και Τζεμπούρ, αλλά περισσότερο απ' ό,τι άλλο χρειάζεται «Καφέδες». Παίκτες που είναι κάτι καλύτερο από journeymen, χωρίς να είναι κάτι το φοβερό, ποτέ δεν θα παίξουν στο εννέα, αλλά και ποτέ κάτω από το πέντε. [...]
Τι είναι αυτό το journeyman; Η Magenta δίνει:
journeyman ουσ. εργοδοτούμενος ειδικευμένος τεχνίτης # μετρίως ικανός τεχνίτης # μίσθαρνο όργανο
Μια και σίγουρα δεν είναι «μίσθαρνα όργανα» του Ολυμπιακού ή του Παναθηναϊκού, και εφόσον αναμφίβολα κάθε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής είναι «εργοδοτούμενος ειδικευμένος τεχνίτης», θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Α.Π. εννοεί «μετρίως ικανούς τεχνίτες», με άλλα λόγια, για δευτεροκλασάτους παίκτες ή μαστοράντζες της μπάλας.
Ώπα! Μικρή στάση εδώ: Μέχρι σήμερα, η λέξη μαστοράντζα μου έφερνε στο μυαλό διάφορες αρνητικές εικόνες. Τους τσαπατσούληδες τεχνικούς, αυτούς που φτιάχνουν ένα και χαλάνε δύο, που δικαιολογούνται και παραμυθιάζουν τους πελάτες, αυτούς που συγκεντρώνουν τα κακά χαρακτηριστικά της φάρας τους, αυτούς που δεν είναι πραγματικοί μάστορες, σωστά μαστόρια στη δουλειά τους. Με άλλα λόγια, θεωρούσα ότι εδώ είναι αρνητικό αυτό το ιταλο/βενετόφερτο -άντζα, που κατά το ΛΚΝ είναι (λαϊκ.) ατονημένο επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα και επιτείνει τη θετική ή αρνητική σημασία της πρωτότυπης λέξης: (μάστορας) μαστοράντζα, (σοφέρ) σοφεράντζα· (πρόστυχος) προστυχάντζα. || (μπροστά) μπροστάντζα.
Λάθος μου, αν είναι να πιστέψω αποκλειστικά το ΛΚΝ:
μαστοράντζα η Ο25α : (οικ.) 1. ο μάστορας. 2. ομάδα από μαστόρους ή το σύνολο των μαστόρων ορισμένης ειδικότητας.
Ίσως όχι πια λάθος μου, κατά το ΛΝΕΓ, που ενώ στην έκδοση του ’96 δίνει:
μαστοράντζα (η) {χωρ. πληθ.} (λαϊκ.) 1. ομάδα μαστόρων που συνεργάζονται στην εκτέλεση έργου 2. (κατ' επέκτ.) το σύνολο των μαστόρων, η επαγγελματική τους τάξη 3. (εκφραστ.) μάστορας, σε φρ. όπως: είναι μεγάλη ~ (σπουδαίος μάστορας)
στην έκδοση του ’06 περιέχει μια μικρή αλλά κρίσιμη προσθήκη:
μαστοράντζα (η) {χωρ. πληθ.} (λαϊκ.) 1. (α) ομάδα μαστόρων που συνεργάζονται στην εκτέλεση έργου (β) το σύνολο των μαστόρων, η επαγγελματική τους τάξη 2. (εκφραστ.) μάστορας, σε φρ. όπως: είναι μεγάλη ~ (σπουδαίος μάστορας) (κ. μειωτ.) μη μπλέξεις με ~.
Ας επιστρέψουμε όμως στο journeyman. Από πού προέρχεται και τι σημαίνει ακριβώς αυτή η λέξη; Το OED δίνει:
journeyman
1. One who, having served his apprenticeship to a handicraft or trade, is qualified to work at it for days' wages; a mechanic who has served his apprenticeship or learned a trade or handicraft, and works at it not on his own account but as the servant or employee of another; a qualified mechanic or artisan who works for another. Distinguished on one side from apprentice, on the other from master.
2. fig. (chiefly depreciatory): 2.a One who is not a ‘master’ of his trade or business. 2.b One who drudges for another; a hireling, one hired to do work for another.
Οι σημασίες που λίγο πολύ μεταφράζει και το λεξικό της Ματζέντα. Δεν νομίζω όμως ότι ο Α.Π. το χρησιμοποιεί με αυτή την έννοια, αλλά (ως βετεράνος διαιτητής πυγμαχίας) μάλλον με την αθλητική έννοια του journeyman boxer, που όπως μας λέει η γουίκη,1. One who, having served his apprenticeship to a handicraft or trade, is qualified to work at it for days' wages; a mechanic who has served his apprenticeship or learned a trade or handicraft, and works at it not on his own account but as the servant or employee of another; a qualified mechanic or artisan who works for another. Distinguished on one side from apprentice, on the other from master.
2. fig. (chiefly depreciatory): 2.a One who is not a ‘master’ of his trade or business. 2.b One who drudges for another; a hireling, one hired to do work for another.
A journeyman boxer is defined as a fighter who has adequate boxing skill, but does not have the caliber of a contender or gatekeeper. Outside of boxing, a "journeyman" is a trader or crafter who has completed an apprenticeship, but is not at the level of a master craftsman. Hence, when applied to boxing, a "journeyman boxer" implies a fighter who is no longer a novice, and has the sufficient degree of boxing skill that may be expected from a professional, but who does not have the mastery possessed by the contenders.
Journeymen will often serve as opponents for young up and coming prospects and will often step in at late notice should a fight fall through. Journeymen are said to have little or no expectation of winning fights against contenders or gatekeepers, but this does not preclude them from having a winning record against less-skilled fighters
Πώς τους λέμε ή πώς θα τους λέγαμε λοιπόν μονολεκτικά αυτούς τους journeymen στον αθλητικό χώρο; Να δώσω εδώ και τη «γερμανική βοήθειά» μου, όπου χρησιμοποιούν τον όρο Routinier (που έρχεται μάλλον κοντά στο αγγλικό old hand). Δεν θα έπρεπε να υπάρχει ήδη κάτι ανάλογα καλό στην αθλητική πιάτσα;Journeymen will often serve as opponents for young up and coming prospects and will often step in at late notice should a fight fall through. Journeymen are said to have little or no expectation of winning fights against contenders or gatekeepers, but this does not preclude them from having a winning record against less-skilled fighters
Και φυσικά, μη διστάσετε να προσθέσετε αν γνωρίζετε κάποια καλή απόδοση για τους gatekeepers: In boxing, a gatekeeper is a skilful and well-regarded fighter, but who does not have the popularity or brilliance of a contender. They are considered to be a cut above most journeymen (από τη γουίκη).