Σε σχέση με δεδομένα κτό, η λέξη σημαίνει «που δεν καταλήγει / δεν οδηγεί σε οριστικά συμπεράσματα». Απέχει κάπως από το «μη οριστικός» και λίγο περισσότερο από το «μη πειστικός» ή «αμφισβητούμενος». Η λέξη «ακατάληκτος» θα ήταν καλό να αποκτήσει ευρύτερα τη σημασία αυτή και να χρησιμοποιείται ως αντίστοιχη τής αγγλικής. Όσες φορές την είδα να χρησιμοποιείται με αυτή τη σημασία, δεν με ξένισε και με έκανε να σκεφτώ ότι αποδίδει το inconclusive. Απλώς θεωρώ ότι είναι ακόμα ρίσκο σε κάποια κείμενα, και εκεί θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τη φλύαρη διατύπωση της πρώτης πρότασης.