metafrasi banner

inconclusive = που δεν καταλήγει / δεν οδηγεί σε οριστικά συμπεράσματα (ακατάληκτος; άκαρπος; μη πειστικός; μη οριστικός;)

Θεωρείτε σωστή την απόδοση «ακατάληκτα» για άλλες χρήσεις εκτός από την ποίηση και τη γραμματική (π.χ. όταν μιλάμε για inconclusive data/results); Αν όχι, πώς το αποδίδετε;
 
ανολοκλήρωτα;

Το Ματζέντα λέει και αναποτελεσματικά και ακαρποφόρητα.
 
Αμάν πια το Ματζέντα! Κατασκευάζει το ανύπαρκτο «ακαρποφόρητα» και δεν δίνει το «άκαρπα», που είναι συνώνυμο και μια χαρά απόδοση!
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Το ακαρποφόρητος φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί σε κάποια μετάφραση της Αγίας Γραφής, πάντως, και εμφανίζεται επίσης σε κάποια ηλεκτρονικά λεξικά.

Και εδώ, παλιότερη συζήτηση, εξίσου αρνητικά διακείμενη με την οργή σου, Χαρβ, :) μεταξύ Αλεξάνδρας και sarant.
 

nickel

Administrator
Staff member
Σε σχέση με δεδομένα κτό, η λέξη σημαίνει «που δεν καταλήγει / δεν οδηγεί σε οριστικά συμπεράσματα». Απέχει κάπως από το «μη οριστικός» και λίγο περισσότερο από το «μη πειστικός» ή «αμφισβητούμενος». Η λέξη «ακατάληκτος» θα ήταν καλό να αποκτήσει ευρύτερα τη σημασία αυτή και να χρησιμοποιείται ως αντίστοιχη τής αγγλικής. Όσες φορές την είδα να χρησιμοποιείται με αυτή τη σημασία, δεν με ξένισε και με έκανε να σκεφτώ ότι αποδίδει το inconclusive. Απλώς θεωρώ ότι είναι ακόμα ρίσκο σε κάποια κείμενα, και εκεί θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τη φλύαρη διατύπωση της πρώτης πρότασης.
 
Το ακαρποφόρητος φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί σε κάποια μετάφραση της Αγίας Γραφής, πάντως, και εμφανίζεται επίσης σε κάποια ηλεκτρονικά λεξικά.

Και εδώ, παλιότερη συζήτηση, εξίσου αρνητικά διακείμενη με την οργή σου, Χαρβ, :) μεταξύ Αλεξάνδρας και sarant.
Τη βρήκα κι εγώ τη θρησκευτική χρήση, αλλά σίγουρα δεν χρησιμοποιείται σήμερα η λέξη. Χαίρομαι που τα είπαν άλλοι καλύτερα από εμένα :-)

Επί της ουσίας, νομίζω ότι ο Νίκελ έχει δίκιο - μήπως μπορεί κάποιος να διορθώσει τον τίτλο του νήματος; Ευχαριστώ!
 
Top