becomes hypercontractile: εμφανίζει υπερσυστολή
hypercontractility: υπερσυστολή/υπερσυστολία
hypersystole: υπερσυστολή
hyperstimulation: υπερδιέγερση
becomes hypertonic: εμφανίζει υπερτονία
tachysystole: ταχυσυστολή/ ταχυσυστολία
Το υπερσυστέλλεται, που ενίοτε συναντά κανείς δεν νομίζω να είναι δόκιμο.