metafrasi banner

generalised plural = γενικευτικός πληθυντικός, πληθυντικός της γενίκευσης

Το ρήμα "δόξομεν" (σε κάποιον ΑΕ στίχο) είναι g.p., και σημαίνει "we", "our side".
Αυτό είναι όλο κι όλο το συγκείμενο. Γενικευμένος, γενικευτικός, κάτι άλλο; Μήπως έχετε κάτι υπόψη σας;
 

nickel

Administrator
Staff member
Πληθυντικός της γενίκευσης; (Όπως «της ευγενείας».) Έχει μερικά ευρήματα.
 
Το ρήμα "δόξομεν" (σε κάποιον ΑΕ στίχο) είναι g.p., και σημαίνει "we", "our side".
Αυτό είναι όλο κι όλο το συγκείμενο. Γενικευμένος, γενικευτικός, κάτι άλλο; Μήπως έχετε κάτι υπόψη σας;

Καλημέρα. Ψάχνεις το "δόξομεν" ή το g.p. [generalised plural];
 
Καλημέρα. Το generalised plural ψάχνω. Στα συντακτικά που έχω δεν υπάρχει - ούτε στη μνήμη μου.
 
Νομίζω ότι μάλλον εννοεί - χωρίς να είμαι σίγουρη ότι αυτή είναι η απόδοση - κάτι σαν "απρόσωπη χρήση" όπως το "on" τα γαλλικά. Το α΄πληθυντικό πρόσωπο χρησιμοποιείται και έτσι.
 
Ναι, κάπως έτσι το αντιλαμβάνομαι κι εγώ. Το υποκείμενο "εμείς" δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα (αριθμήσιμα) πρόσωπα, αλλά σε κάτι γενικό κι ευρύτερο.
 
Καλησπέρα.
Ενημερωτικά, εδώ διαβάζω για το "καθολικευτικό" ή "γενικευτικό" αν. Οπότε ...
 
Top