metafrasi banner

Familiar terms for tradespeople

Are there any familiar terms in Greek for tradespeople that correspond to the following English examples?:-
carpenter = chippy
electrician = lecky/sparky
plumber = leaky
bricklayer = brickie
psychiatrist = shrink
medical doctor = doc [but often 'quack' when talking about her/him--though quack(salver) originally meant a bad doctor]
Others are:-
postie (postman); copper (policeman); desk jockey (office worker); journo (journalist) & green (environmentalist).
:up::clap::)
 

SBE

¥
I don't think we have anything equivalent for the same professions. Of course we have
μπακάλης = παντοπώλης
χασάπης= κρεοπώλης
μανάβης= λαχανοπώλης
φούρναρης= αρτοποιός

As for quacks there are equivalents, but you would not call a doctor like that unless you wanted to offend. Same with policemen.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
As SBE writes, not at all equivalent to chippy, but carpenter = ξυλουργός, and μαραγκός colloquially.

The closest one to chippy I can think of would be πελεκάνος (besides the pelican, also used for the woodpecker), for those who hack or chip stone or wood, but that's not common, I believe, particularly nowadays.

πελεκάνος [SUP]3[/SUP] ο : (λαϊκότρ.) ξυλουργός ή λιθοξόος. [πελεκ(ώ) -άνος ίσως με επίδρ. του πελεκάνος [SUP]2[/SUP]]
 
What are the slang Greek for quack(salver) & cop? I know μπάτσος/ μπατσίνα /μπασκίνας, μπασκίνα--that's about it. Is 'quack' σανοπώλης or φιδέμπορας; There are also τσαρλατάνος & κομπογιαννίτης & for a quack remedy γιατροσόφι.
 

SBE

¥
For policemen all these.
For doctors who don't know their trade, all sorts of things. I was thinking of σκιτζής, which I only ever hear it in conjunction with doctors but apparently it means anyone who is bad at their trade.
 
Thanks, Earion. In slang.gr both usages are given &, as SBE says, it does say that σκίτζης often precedes the word 'doctor':-

Ο τσαρλατάνος, ο επαγγελματικά άχρηστος, ο ανίδεος. Προηγείται συχνά της λέξης ιατρός.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

- Δεν αισθάνομαι καλά, θα πάω να με εξετάσει ο γιατρός του 1ου ορόφου.
- Είσαι τρελός. Εγώ σε αυτόν δεν θα πήγαινα ούτε την πεθερά μου. Είναι μεγάλος σχιντζής.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
While σκιτζής is indeed frequently used for doctors, that is not exclusive, as attested both by ΛΚΝ :

σκιτζής ο [skidzís]
: (προφ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός επαγγελματία που αγνοεί βασικά πράγματα πάνω στο επάγγελμά του. [τουρκ. eskici `παλιατζής, μπαλωματής παπουτσιών΄ -ς με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

and by the slang.gr second entry:

σκιτζής, σκιντζής, σχιντζής Κακός τεχνίτης.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Αυτόν φώναξες να σου διορθώσει τη βλάβη; Αυτός είναι σκιτζής!

And because σκιτζής is pronounced with a clear K inherited from its father, eskici, the spelling σχιντζής with a "Χι" added in both slang.gr entries is inappropriate. Ή υπερδιόρθωση του κ σε χ ή παρετυμολόγηση από το σχίζω, ή το πιθανότερο, και τα δύο. Therefore σκιτζίδικη.

Ο Μπαμπινιώτης δεν έχει τη λέξη (το περίμενα), ενώ το ΧΛΝΓ γράφει:

σκιτζής (λαϊκό): αδέξιος τεχνίτης και γενικότερα επαγγελματίας που δεν κάνει σωστά τη δουλειά του. ΣΥΝ αλμπάνης (1), ατζαμής, κομπογιαννίτης.

Acemi bülbül bu kadar öter

Ατζεμί σημαίνει (όχι αρμένικο αλλά) περσικό, και επειδή οι Άραβες έδωσαν και τη σημασία «αυτός που δεν μιλά καλά αραβικά», κάτι σαν το αρχαιοελληνικό «βάρβαρος» δηλαδή, βγήκε και η σημασία «πρωτάρης, άπειρος, μαθητευόμενος». Εξ ου και ατζεμί ογλάν ο μαθητευόμενος γενίτσαρος.

Η τουρκική λέξη acem, από όπου το acemi, προέρχεται από τα αραβικά (ˁacam عجم [#ˁcm]), όπου δήλωνε αυτόν που δεν ξέρει αραβικά, τον βάρβαρο, τον ξένο, ιδίως τον Ιρανό. Η λέξη Acem στα τουρκικά σημαίνει σήμερα «Πέρσης».

Το επίθετο acemi από την άλλη βλέπω πράγματι ότι στα τουρκικά σήμερα, εκτός από τον ατζαμή, σημαίνει και τον αρχάριο (δεν το ήξερα, το βρήκα κι εγώ σήμερα πρώτη φορά στο λεξικό).

Έδιτ: και εντωμεταξύ, πρόλαβε ο Μαρίνος :) Έχουμε ξανασυζητήσει τον ατζέμικο με άλλη σημασία εδώ.

Μα κι εγώ πρωτίστως «ατζαμή» ξέρω (κι έτσι το άκουγα να το χρησιμοποιούν στα μέρη μου, κι έτσι το χρησιμοποιώ κι εγώ) τον πρωτάρη, όχι τον αδέξιο. Την ύπαρξη αυτής της σημασίας την πιστοποιεί και ο Γεωργακάς και τα ευρήματα για την «τύχη τού ατζαμή». Για τον αδέξιο χρησιμοποιούμε το «αλμπάνης», που 'ναι μη-αμφίσημος μειωτικός χαρακτηρισμός.

Ναι, ε; Λοιπόν, εγώ τον αλμπάνη τον ήξερα μάλλον ως απατεώνα, σκιτζή, κάποιον που όχι απλώς δεν είναι καλός αλλά παριστάνει ότι είναι. Δηλαδή ακόμη πιο μειωτικό.

Να βάλουμε και μια ετυμολογία: αλμπάνης από το nalbant, τουρκιστί πεταλωτής και κτηνίατρος (περσικού ετύμου). Υποψιάζομαι ότι από τη δεύτερη σημασία θα έγινε και η εννοιολογική μετάβαση στον σκιτζή (κι εγώ μόνο για σκιτζή τον ξέρω :)) - αν, ας πούμε, ο πεταλωτής έριχνε και μια ματιά στα ζώα. Δεν βρήκα κάτι 100% επιβεβαιωτικό, ωστόσο.

Ενώ ο ατζαμής έχει και τις δύο έννοιες, του αδέξιου και του πρωτάρη -προφανώς επειδή ο πρωτάρης είναι συνήθως και αδέξιος, πιστεύω ότι με τον καιρό η έννοια του αδέξιου αυτονομήθηκε. Ο αλμπάνης έχει μόνο την έννοια του άπειρου/αδέξιου. Κατά τη γνώμη μου και κάτι παραπάνω: του επικίνδυνα αδέξιου, του σκιτζή. (που δεν έχει καμία σχέση με το σκίζω :) )

Αυτός ο σκιτζής (eskici, ετσκιτζή) στα τουρκικά δεν σημαίνει μόνο τσαγκάρης, σημαίνει και παλιατζής (Θα αναγνωρίσατε το eski, όπως λέμε Εσκί Σεχίρ :))

Αυτόν με τον τσαγκάρη ως συνώνυμο του κακού επαγγελματία το είχα ακούσει από τον παππού μου, που είχε κάνει μάγειρας σε αγγλόφωνη χώρα: shoemaker. Δεν το βρίσκω στο λεξικό αλλά περιέργως το έχει η Βίκι: Chefs and cooks sometimes use the term "shoemaker" as an insult to others who have prepared sub-standard food, possibly by overcooking, implying that the chef in question has made his or her food as tough as shoe leather or hard leather shoe soles, and thus may be in the wrong profession.
 
Thanks for this long exhaustive note, 'Man. What might you call a quack, employing a term exclusively used for bad doctors?:)
 

daeman

Administrator
Staff member
...
χασάπης (β. (ειρ.) αδέξιος χειρούργος) for a surgeon, κομπογιαννίτης


κομπογιαννίτης ο [kombojanítis] θηλ. κομπογιαννίτισσα [kombojanítisa] : 1. (παρωχ.) εμπειρικός γιατρός. 2. (μειωτ.) α. για γιατρό αδαή, χωρίς σοβαρή επιστημονική κατάρτιση: Πέσαμε επάνω σε κομπογιαννίτη
 
Top