Η λέξη
|
σημαίνει
|
και όχι...
academia | πανεπιστημιακό περιβάλλον | ακαδημία (academy)
adamant | ανένδοτος | διαμαντένιος (diamond)
apocalyptic | προφητικός, της Αποκαλύψεως | αποκαλυπτικός (disclosing, revealing, revelatory)
apocryphal | αμφισβητούμενης εγκυρότητας, ανακριβής, φανταστικός, αμφίβολης αυθεντικότητας/γνησιότητας, μη επιβεβαιωμένος/ανεπιβεβαίωτος, μη τεκμηριωμένος/ατεκμηρίωτος, μη επαληθευμένος, πιθανώς αναληθής, πιθανώς πλαστός | (μόνο) απόκρυφος, αποκρυφιστικός
apologize | ζητώ συγγνώμη | απολογούμαι
asbestos | αμίαντος | άσβεστος (inextinguishable) ούτε ασβέστης (lime)
autocratic | αυταρχικός, απολυταρχικός, δεσποτικός, δικτατορικός, καταδυναστευτικός, τυραννικός | αυτοκρατορικός (imperial)
autopsy | νεκροψία | αυτοψία
bathos | εκφυλισμός | βάθος (depth)
copious | άφθονος | κοπιώδης (arduous)
costume | στολή, ενδυμασία | κοστούμι (suit)
cryptic | αινιγματικό, δυσνόητο, απόκρυφο | κρυπτικό, κρυφό ή κρυπτό
custody | φύλαξη, προφυλάκιση | κουστωδία (entourage)
dialysis | 1. διαπίδυση 2. αιμοκάθαρση | διάλυση (π.χ. break-up, solution κ.ά.)
diatribe | φραστική επίθεση | διατριβή (π.χ. paper κ.ά.)
empathy | ενσυναίσθηση, εναίσθηση, εμβίωση, συναισθηματική κατανόηση/συμμετοχή | εμπάθεια (spite)
emporium | αγορά, μεγαλοκατάστημα | εμπόριο (trade)
esoteric | (όταν δεν έχει να κάνει με τους εσωτερικούς του Πυθαγόρα, τον Εσωτερικό Βουδισμό ή κάποιο στερεότυπο όπως «εσωτερική γνώση», τότε μυστικός και απόκρυφος, δυσνόητος, αποκλειστικά για μυημένους
exegesis | ανάλυση, ερμηνεία της Βίβλου | εξήγηση (explanation)
gnome | 1. γνωμικό αλλά και 2. ξωτικό | γνώμη (opinion)
iconic | (όταν σημαίνει) φαινομενικός, πλαστός, υποθετικός, εμβληματικός | εικονικός
magazine | 1. περιοδικό (περιοδική έκδοση). 2. (τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό) μαγκαζίνο (πρόγραμμα ποικίλης ύλης). 3. γεμιστήρας όπλου. 4. αποθήκη (πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών). | μαγαζί (shop, store)
novel | μυθιστόρημα | νουβέλα (novella)
pathology | παθολογική ανατομική, παθολογοανατομία, παθολογική ανατομία | παθολογία (internal medicine, general medicine, clinical medicine)
patronize | προστατεύω
phenomenal | εκπληκτικός | φαινομενικός (apparent)
physical | (όταν σημαίνει) σωματικός | φυσικός (natural)
physician | ιατρός | φυσικός
polemic speech | «φιλιππικός» | πολεμικός λόγος
pronoia | το αντίθετο του παράνοια | πρόνοια (anticipation, providence, provision)
scheme | ραδιουργία | (μόνο) σχέδιο, πλάνο, διάταξη
semantic | (κυρίως) σημασιακός, σημασιολογικός | (σπάνια) σημαντικός (important)
skeptical | σκεπτικιστής | σκεφτικός (pensive)
soda | αναψυκτικό | σόδα (soda water)
sycophant | δουλοπρεπής κόλακας | συκοφάντης (slanderer)
sympathetic | συμπονετικός, σπλαχνικός | συμπαθητικός (likeable)
temperamental | ευέξαπτος, ιδιότροπος | με ταμπεραμέντο
topical | επίκαιρος | τοπικός (local)