Το εκτοπισμένοι είναι βαριά λέξη. Όποιος την ακούει φέρνει στο νου του πληθυσμούς που διώχνονται από τις εστίες τους διά της βίας και στέλνονται αλλού για τιμωρία, για εκδίκηση, ή για ν' αφήσουν κάποια γη ελεύθερη να γεμίσει με νέους κατοίκους. Εκτοπίσεις πληθυσμών έκαναν οι Νεότουρκοι, ο Στάλιν, οι Μογγόλοι κατακτητές. Δεν έχει σημασία που γίνεται εντός των συνόρων, είναι καταναγκαστική και καταπιεστική.
Φυγαδευθέντες σημαίνει ότι διέφυγαν από την ακτίνα ενέργειας κάποιου σαν κυνηγημένοι, με διαδικασίες κρυφές, εν κρυπτώ και παραβύστω, και μάλλον με αταξία και εξαιρετική βιασύνη. Δεν ήταν αυτό που έγινε στη Βρετανία. Εκεί τα παιδιά και οι ανήμποροι μεταφέρθηκαν γιατί όλη η κοινωνία προέκρινε την απομάκρυνσή τους από τη ζώνη του κινδύνου. Η διαδικασία έγινε με σχετική τάξη και νηφαλιότητα. Με βιασύνη βέβαια, αλλά με πλήρη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων.
Ούτε το μέτοικοι με ικανοποιεί, γιατί η αλλαγή κατοικίας επαφίεται στην κρίση του μετοίκου. Όταν είναι υποχρεωμένος κανείς να φύγει από το σπίτι του δεν είναι απλά μέτοικος.
Το ξεσπιτωμένοι του Νίκελ είναι εντυπωσιακή λέξη, με βαρύ συναισθηματικό φορτίο, αλλά ούτε στις περιστάσεις αντιστοιχεί ούτε το σωστό επίπεδο ύφους έχει. Δεν ανήκει στη γραφειοκρατική γλώσσα.
Έχοντας σκεφθεί όλα αυτά, πρότεινα το απομακρυνθέντες. Είναι όσο χρειάζεται ουδέτερο, θα μπορούσε άνετα να είναι γέννημα της γραφειοκρατίας, και μπορώ να φανταστώ δυο φανταράκια μιας μονάδας σιδηροδρόμων να ρωτούν με αγωνία το ένα το άλλο: «Συνάδελφε, τι έγινε με τους δικούς τους τους απομακρυνθέντας; Πού βρίσκονται;»
Για να μην πω ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα θα έλεγαν όλοι «ο απομακρυνθέντας, του απομακρυνθέντα» και θα μας έδιναν υλικό για το λαθολογιό μας...