metafrasi banner

evacuee/refugee

Alfie

New member
Πώς σας φαίνονται τα παράγωγα του μετοικώ;
Μέτοικοι, μετοικισμένοι.
Παρενθετικά τα παιδιά κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Βρετανία δεν μεταφέρθηκαν μόνο στις επαρχίες αλλά και σε άλλες χώρες με κυριότερο προορισμό τον Καναδά όπου κάποια παρέμειναν και μετά το τέλος του πολέμου.
 

nickel

Administrator
Staff member
Δεν ξέρω πώς βλέπει ο καθένας τη λέξη μέτοικοι επειδή δεν έχει δουλευτεί αρκετά. Ωστόσο, δεν περιγράφει πάντα αυτό το βίαιο ξεσπίτωμα που σου επιβάλλουν κάποιες συνθήκες. (Βάλτε τον όρο ξεσπιτωμένος στη συλλογή.) Ο επίσημος όρος είναι internally displaced persons, εσωτερικά εκτοπισμένοι.

Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια:

Following the effects of Hurricane Katrina in 2005, the term "refugee" was sometimes used to describe people displaced by the storm and the aftereffects. There was an outcry that the term should not be used to describe Americans displaced within their own county, and the term "evacuee" was substituted in its place.
http://en.wikipedia.org/wiki/Displaced_person
http://blogs.chicagotribune.com/news_columnists_ezorn/2005/09/refugees_vs_eva.html
 

Myrg

New member
Καλημέρα, πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά. Nickel, αφού ο επίσημος όρος είναι εσωτερικά εκτοπισμένοι σας ξενίζει το να κρατήσουμε απλώς το εκτοπισμένοι; Ή μήπως οι φυγαδευθέντες θα είναι πιο άμεσα κατανοητό για τον μέσο αναγνώστη; Πρόκειται για μυθιστόρημα, δεν απευθύνεται σε ειδικούς. Ίσως για να χρησιμοποιηθεί η λέξη εκτοπισμένοι, σε σχέση με αυτά τα δύο παιδιά τουλάχιστον, θα μπορούσα να την επεξηγήσω λίγο την πρώτη φορά που την συναντάμε και να κρατήσω στη συνέχεια μία από αυτές τις μετοχές. Πώς σας φαίνεται;
 

bernardina

Moderator
Για το εκτοπισμένοι, παρόλο που δίνει μια γλαφυρή εικόνα της κατάστασης, διατηρώ μια ένσταση. Επειδή είναι ακόμη πάρα πολύ νωπή η σημασία του εξορισμένου για πολιτικούς λόγους
2. (ειδικότ., για κρατική αρχή) επιβάλλω σε πρόσωπο, που το θεωρώ επικίνδυνο, να απομακρυνθεί από τον τόπο διαμονής του και να εγκατασταθεί αλλού· (πρβ. εξορίζω): H στρατιωτική κυβέρνηση συνέλαβε και εκτόπισε τους πολιτικούς της αντιπάλους.
Τα έντονα δικά μου.
Κι ας λέει ακριβώς από κάτω [λόγ. < αρχ. ἐκτοπίζω `απομακρύνω, μεταναστεύω΄ & σημδ. γαλλ. déplacer].

Το "ξεσπιτωμένος" μ' αρέσει πολύ. Ειδικά σε λογοτεχνικά κείμενα με έντονη συναισθηματική φόρτιση --όπως είναι και κάποιο που αναφέρεται σε παιδιά-- δίνει παραστατικά την ουσία της κατάστασης.
Προσωπικά, θα χρησιμοποιούσα όλες, ή σχεδόν όλες, αυτές τις λέξεις που προτάθηκαν ανάλογα με το γλωσσικό περιβάλλον.:)
 

nickel

Administrator
Staff member
Υπάρχει, νομίζω, κάποια διαφορά ανάμεσα στο δικό μας εκτοπίζω και το displace, και ας δείχνουν ότι ετυμολογικά είναι τα ίδια:

displace
force (someone) to leave their home, typically because of war, persecution, or natural disaster: thousands of people have been displaced by the civil war

Όπως ανέφερα παραπάνω:
«βίαιο ξεσπίτωμα που σου επιβάλλουν κάποιες συνθήκες»

Για το εκτοπίζω τι λένε τα λεξικά μας:
2. (ειδικότ., για κρατική αρχή) επιβάλλω σε πρόσωπο, που το θεωρώ επικίνδυνο, να απομακρυνθεί από τον τόπο διαμονής του και να εγκατασταθεί αλλού· (πρβ. εξορίζω): H στρατιωτική κυβέρνηση συνέλαβε και εκτόπισε τους πολιτικούς της αντιπάλους. (ΛΚΝ)

3. διώχνω (μόνιμο κάτοικο) από την περιοχή του με βίαιο τρόπο: αρκετοί πληθυσμοί τής Μ. Ασίας εκτοπίστηκαν από τους κατακτητές 4. εκδιώκω τις εχθρικές δυνάμεις από τις θέσεις τους 5. (για πολιτικούς αντιφρονούντες) στέλνω στην εξορία: συνελήφθη και εκτοπίστηκε στην Ικαρία ΣΥΝ. εξορίζω (ΛΝΕΓ)

Δες διατυπώσεις που έχουμε με τις εστίες:
υποχρεώθηκαν να απομακρυνθούν από τις εστίες τους
οι εκτοπισμένοι από τις εστίες τους
έχουν εκδιωχθεί από τις εστίες τους
διωγμένοι από τις εστίες τους
ξεριζωμένοι από τις εστίες τους


Πώς θα φανεί ότι άλλο να σε ξεσπιτώνει ο εχθρός που θέλει να σου πάρει τα εδάφη, άλλο η πλημμύρα, άλλο οι δικοί σου για να σε προστατεύσουν;
:s
 

Earion

Moderator
Staff member
Το εκτοπισμένοι είναι βαριά λέξη. Όποιος την ακούει φέρνει στο νου του πληθυσμούς που διώχνονται από τις εστίες τους διά της βίας και στέλνονται αλλού για τιμωρία, για εκδίκηση, ή για ν' αφήσουν κάποια γη ελεύθερη να γεμίσει με νέους κατοίκους. Εκτοπίσεις πληθυσμών έκαναν οι Νεότουρκοι, ο Στάλιν, οι Μογγόλοι κατακτητές. Δεν έχει σημασία που γίνεται εντός των συνόρων, είναι καταναγκαστική και καταπιεστική.

Φυγαδευθέντες σημαίνει ότι διέφυγαν από την ακτίνα ενέργειας κάποιου σαν κυνηγημένοι, με διαδικασίες κρυφές, εν κρυπτώ και παραβύστω, και μάλλον με αταξία και εξαιρετική βιασύνη. Δεν ήταν αυτό που έγινε στη Βρετανία. Εκεί τα παιδιά και οι ανήμποροι μεταφέρθηκαν γιατί όλη η κοινωνία προέκρινε την απομάκρυνσή τους από τη ζώνη του κινδύνου. Η διαδικασία έγινε με σχετική τάξη και νηφαλιότητα. Με βιασύνη βέβαια, αλλά με πλήρη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων.

Ούτε το μέτοικοι με ικανοποιεί, γιατί η αλλαγή κατοικίας επαφίεται στην κρίση του μετοίκου. Όταν είναι υποχρεωμένος κανείς να φύγει από το σπίτι του δεν είναι απλά μέτοικος.

Το ξεσπιτωμένοι του Νίκελ είναι εντυπωσιακή λέξη, με βαρύ συναισθηματικό φορτίο, αλλά ούτε στις περιστάσεις αντιστοιχεί ούτε το σωστό επίπεδο ύφους έχει. Δεν ανήκει στη γραφειοκρατική γλώσσα.

Έχοντας σκεφθεί όλα αυτά, πρότεινα το απομακρυνθέντες. Είναι όσο χρειάζεται ουδέτερο, θα μπορούσε άνετα να είναι γέννημα της γραφειοκρατίας, και μπορώ να φανταστώ δυο φανταράκια μιας μονάδας σιδηροδρόμων να ρωτούν με αγωνία το ένα το άλλο: «Συνάδελφε, τι έγινε με τους δικούς τους τους απομακρυνθέντας; Πού βρίσκονται;»

Για να μην πω ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα θα έλεγαν όλοι «ο απομακρυνθέντας, του απομακρυνθέντα» και θα μας έδιναν υλικό για το λαθολογιό μας...
 

Myrg

New member
Bernardina, Nickel, έχετε δίκιο, κι εγώ γι' αυτό δεν ήμουν ικανοποιημένη με το "εκτοπισμένοι". Το "ξεσπιτωμένος" πάλι, εμένα μου λέει ότι δεν έχουν πια σπίτι, ενώ έχουν, απομακρύνονται όμως για προληπτικούς λόγους. Η λέξη δεν χρησιμοποιείται με συναισθηματική φόρτιση στο βιβλίο, απλώς περιγράφει. Επιπλέον, τα εν λόγω πιτσιρίκια το καταδιασκεδάζουν, περνάνε υπέροχα εκεί στην εξοχή. Νομίζω ότι για τα παιδιά αυτά τουλάχιστον, πρέπει να κρατήσω την ίδια λέξη κάθε φορά, αλλιώς δεν είναι σαφές για ποιον μιλάμε. Τα παιδιά αυτά δεν είναι οι ήρωες του βιβλίου, κάνουν μερικά περάσματα μόνο, χωρίς ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη της ιστορίας. Δεν ήθελα όμως να χρησιμοποιήσω κάποια λέξη που να είναι "εντελώς λάθος" και, κυρίως, με ενδιέφερε να δω αν υπήρχε κάποιος ευρέως αποδεκτός όρος που να περιγράφει την κατάστασή τους. Βλέπω τελικά ότι μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να αποδοθεί και καταλήγω σε μια πιο περιφραστική απόδοση την πρώτη φορά που θα συναντήσουμε τη λέξη και κάποια μετοχή (που πρέπει να δοκιμάσω στο κείμενο) για τη συνέχεια.
Χίλια ευχαριστώ για τη βοήθεια :)
 

Myrg

New member
Earion, νομίζω ότι έχεις δίκιο :up:

Κι εγώ αυτό να νιώθω να ταιριάζει περισσότερο, ως πιο ουδέτερη και περιγραφική της κατάστασης λέξη.
 

nickel

Administrator
Staff member
Το πρόβλημα με το εκκενώνω (=αδειάζω) είναι ότι το άμεσο αντικείμενό του είναι κανονικά μόνο ο χώρος που αδειάζουν οι αρχές και όχι τα άτομα τα οποία οι αρχές απομακρύνουν από τους χώρους. Οπότε με τις μετοχές, σε όποιο χρόνο κι αν είναι, εκκενωνόμενοι (μπλιαχ), εκκενωμένοι ή εκκενωθέντες, όλες είναι σαν να μιλάς για χώρους που τους αδειάζουν ή τους έχουν αδειάσει, όχι για ανθρώπους.

Στο Παρατηρητήριο επισήμαναν τη διατύπωση «εκκένωσαν τους κατοίκους από την περιοχή» σε άρθρο για τις πρόσφατες πυρκαγιές. Δεν είναι πρωτοφανές (σε παλιά ανταπόκριση, όπου προφανώς μετέφραζαν το evacuate, έγραφε «Πάνω από 100.000 κάτοικοι εκκενώθηκαν από την περιοχή»), αλλά ευτυχώς με το ρήμα είναι σπάνιο. Τα λεξικά περιλαμβάνουν αυτή τη χρήση των αγγλικών λέξεων και έτσι έχουμε στο ρήμα, εκτός από «εκκενώνω», σωστές αποδόσεις για ανθρώπους:

evacuate απομακρύνω, μεταφέρω ή μετεγκαθιστώ σε ασφαλέστερο τόπο, εκκενώνω: they evacuated the children to the nearest village μετέφεραν/μετεγκατέστησαν τα παιδιά στο πλησιέστερο χωριό # στρατ. εγκαταλείπω/εκκενώνω επικίνδυνο χώρο: the battalion was ordered to evacuate the area το τάγμα διατάχθηκε να εκκενώσει την περιοχή (Magenta)

Στο ουσιαστικό έχουμε τα προβλήματα. Στη Magenta διαβάζω στο evacuation:

απομάκρυνση, μεταφορά ή μετεγκατάσταση σε ασφαλέστερο τόπο, εκκένωση, άδειασμα: evacuation of the population εκκένωση του πληθυσμού [...] § evacuation of a building εκκένωση κτιρίου

Η «εκκένωση του πληθυσμού» έχει αρκετά ευρήματα και στο διαδίκτυο:
"εκκένωση του πληθυσμού" OR "εκκένωση των κατοίκων"

Στα ελληνικά λεξικά που κοίταξα (ΛΝΕΓ, ΛΚΝ) δεν διαπίστωσα κάποια παραχώρηση προς παρόμοια μεταχείριση του πληθυσμού...
 
Top