Πολύ μου άρεσε το ανακάτεμα που προκάλεσε η «προ(σ)σελήνωση» και παρ’ όλο που ο πειρασμός ήταν μεγάλος, μια και ξανακουνήθηκαν τα νερά του πελάγους του –ν, θα (προσπαθήσω να) παραμείνω στο θέμα του νήματος αυτού, που ήταν, αν θυμάμαι καλά, η διατήρηση του –ς της πρόθεσης «προς» σε σύνθεση με δεύτερο συνθετικό λέξη από σ-. Χρησιμοποιώντας λέξεις από σ-, πλάθονται νέες, άλλες κενές νοήματος ή/και παρατραβηγμένες, άλλες όχι. Βέβαια, στις περισσότερες των ως άνω περιπτώσεων, η πρόθεση «προς» σημαίνει «επιπροσθέτως» και όχι «επί» όπως στην περίπτωση της «προ(σ)σελήνωσης». Έτσι:
- προσχολικό/ προσσχολικό ( κάτι που γίνεται παράλληλα προς το σχολείο),
- προσαδιστικός/ προσσαδιστικός («όταν τον γνώρισα, βρισκόταν σε ένα προσαδιστικό στάδιο, αλλά τώρα, Κούλα μου, τό ‘χει παρακάνει: έχει γίνει προσσαδιστής»),
- προσνιφάρω (εισπνέω από την μύτη τα περισσεύματα στο καθρεφτάκι, πριν τις κυρίως εισπνοές)/ προσσνιφάρω (κατ’ αναλογία, αναζητώ να εισπνεύσω τους, αμελητέους, ψίλους < ψιλός: «Ψάχνει ψίλο στ’ άχερα»),
- προσκοτίζω («σε λίγο θα μου τα ψάλει ο επιμελητής, μην με προσκοτίζεις και εσύ τώρα»)/ προσσκοτίζω («δεν φτάνει που μου τα έψαλε ο επιμελητής, έχω και σένα να με προσσκοτίζεις»),
- προσαλιώνω/ προσσαλιώνω (επιπάσσω σάλιο εκεί όπου ήδη υπήρχε),
- προστάζω (διατάζω)/ προ-στάζω (MelidonisM #25: “Αγάπη, και μόνο που σε σκέφτομαι προ-στάζω”)/ προσστάζω (“βρήκε την ώρα και αυτό το ψυγείο να προσστάξει εκεί που έσταζε χθες το πλυντήριο),
- προσούρα/ προσσούρα (“δεν έφτανε που ήρθε προσουρωμένη, που ήπιε ό,τι ήπιε, μετά ήθελε και ένα προσσφηνάκι. Ε, προσσούρωσε). Προσοχή: να μην συγχέεται η αιτιατική των ανωτέρω λέξεων με: “τημ μπροσούρα” (< η μπροσούρα)
- προσιχαίνομαι/ προσσιχαίνομαι (“τον ψιλοπροσιχαινόμουνα, πριν κάνει ό,τι έκανε, αλλά, μετά από αυτό, τον προσσιχάθηκα),
- προσυγκυβέρνηση (“οι δήθεν κόκκινες γραμμές ήταν προσυγκυβερνητικά κόλπα”)/ προσσυγκυβέρνηση (“κάνουν γαργάρα τις πρότερες αρχές τους, γιατί πρέπει να δείξουν μια προσσυγκυβερνητική αλληλεγγύη”)
- προσυγυρίζω (“πριν πιαστώ καλά με το καθάρισμα, έριξα ένα προσυγυρισματάκι)/ προσσυγυρίζω (“την ξέρεις την μανία της μάνας μου με την τάξη, ακόμη και αν τα βρει όλα τακτοποιημένα, θα προσσυγυρίσει),
- προσυγχύζω/ προσσυγχύζω,
- προσυγκέντρωση/ προσσυγκέντρωση (“τα ματ δεν άφηναν τον κόσμο να προσσυγκεντρωθεί και τους διασκόρπιζαν προληπτικά”),
- προσοδομίζω/ προσσοδομίζω,
- προσεισμός/ προσσεισμός (διαφορετικό του μετασεισμού, “σαν να μην μας έφτανε ο σεισμός, ήρθαν καπάκι και οι προσσεισμικές δηλώσεις των τροϊκανών”),
- προσυχνάζω (το να επισκέπτεσαι ένα πιθανό μελλοντικό στέκι)/ προσσυχνάζω (παρασυχνάζω),
- προσυγκολλώ/ προσσυγκολλώ,
- προσκίζω/ προσσκίζω (“ίσα που φαίνεται το προσκισιματάκι στο τζην σου. Ράψ΄ το αμέσως, γιατί αν σου προσσκιστεί…”)
- προσιχτιρίζω (με λέξεις απαξιωτικές, δίνω σε κάποιον να καταλάβει ότι έρχεται η ώρα του σιχτιρίσματος)/ προσσιχτιρίζω (“εκεί που τον έβριζα, ήρθε και η μάνα μου και τον προσσιχτίρισε και αυτή”) κ.ά., ων ουκ έστιν αριθμός.
Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση που το δεύτερο συνθετικό είναι δισύλλαβο ρήμα, έτσι που η (γενικά προαιρετική) χρήση της (τονιζόμενης) χρονικής συλλαβικής αύξησης, στην περίπτωση αυτή, να καταλήγει μεγάλης βοηθείας :
- προέσκαβα/ προσέσκαβα,
- προέσπασα/ προσέσπασα,
- προέσμιξα/ προσέσμιξα,
- προέστεψα/ προσέστεψα,
- προέσφιγγα/ προσέσφιγγα
- προέσφαζα/ προσέσφαζα,
- προέσ(μ)πρωχνα/ προσέσ(μ)πρωχνα, κ.ά.
Προβληματικές περιπτώσεις:
- προσ-κύρωση (τρόπος κτήσεως της κυριότητας ακινήτου)// προ-σκύρωση (τοποθέτηση σκύρων στο έδαφος πριν το χύσιμο σκυροδέματος)/ προσ-σκύρωση (ενίσχυση του σκυροδέματος με επιπλέον σκύρα)
- πρόστυχος// πρό-στιχος/ πρόσστιχος
- προ-στυλώνω, πρό-στυλος// προσ-τυλώνω (συνεχίζω να τρώω, αφού έχω χορτάσει)// προ-στύση/ προσστύση (χρήση σε όργια)
Το σοβαρό της πρότασής μου αύριο.
...