Όσο διαβάζω το παρακάτω στα σημερινά μεζεδάκια του Σαραντάκου, η μέσα μου φωνή φωνάζει «ανεπαφικές». Ηρέμησε μόνο όταν έφτασε στη λέξη.
Ανεπαφικές προτείνει και η ΕΛΕΤΟ.
A contactless smart card is any pocket-sized card with embedded integrated circuits that can process and store data, and communicate with a terminal via radio waves.
http://en.wikipedia.org/wiki/Contactless_smart_card
(Ας βάλουμε και contactless smartcard, γιατί τη θεωρώ αναπόφευκτη την ένωση σε λέξη μία.)
Μου στέλνει ηλεμήνυμα ένας φίλος στο οποίο με πληροφορεί (και ομολογώ πως δεν το είχα αντιληφθεί) ότι οι νέες “έξυπνες” κάρτες που λέγονται contactless smart cards έχουν αποδοθεί από την πιάτσα “κάρτες ανέπαφων συναλλαγών” ή κάρτες ανέπαφων πληρωμών. Το βέβαιο είναι ότι, μέχρι στιγμής, “ανέπαφος” σημαίνει “που δεν τον άγγιξαν καθόλου, δεν τον χρησιμοποίησαν ή δεν του προξένησαν καμιά φθορά ή βλάβη”: Άφησε το φαγητό του ανέπαφο. Τα βιβλία επιστράφηκαν ανέπαφα. Αυτά στο ΛΚΝ και παρόμοια στο ΛΝΕΓ: “αυτός που δεν έχει υποστεί φθορά ή μείωση, που διατηρεί την ακεραιότητά του”, με συνώνυμα: ακέραιος, απείραχτος, ανέγγιχτος. Δηλαδή, στα ελληνικά, ως τώρα “ανέπαφος” σημαίνει intact.
Από την άλλη, η πιάτσα συνήθως επιβάλλει την ορολογία της εφόσον παράγει ή έστω διακινεί κάτι. Και, για να πούμε του στραβού το δίκιο, ήδη χρησιμοποιούμε, έστω και ανεπίσημα/αλεξικογράφητα τη λ. ανέπαφος με τη σημασία “αυτός που δεν έχει επαφή με το περιβάλλον του” (μεταφορικά βέβαια, αν και αυτή τη σημασία δεν τη βρίσκω στο slang.gr, οπότε ίσως τη λέω μόνο εγώ). Επειδή αποδόσεις του τύπου “μη επαφής/χωρίς επαφή” είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, η μόνη εναλλακτική λύση που βλέπω βιώσιμη είναι “ανεπαφικές κάρτες”. Κι αφού τα έγραψα όλα αυτά, γκουγκλίζω για να δω αν έχει ειπωθεί το ανεπαφικός και βλέπω ότι χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια π.χ. από τις υπηρεσίες της ΕΕ. Ίσως όμως να μην το κουβάλησα άδικα ως εδώ το κουκουβαγέλι, να πάρουμε τουλάχιστον είδηση ότι υπάρχει κι αυτή η απόδοση: ανεπαφικές κάρτες.
https://sarantakos.wordpress.com/2013/08/10/meze-78/
Από την άλλη, η πιάτσα συνήθως επιβάλλει την ορολογία της εφόσον παράγει ή έστω διακινεί κάτι. Και, για να πούμε του στραβού το δίκιο, ήδη χρησιμοποιούμε, έστω και ανεπίσημα/αλεξικογράφητα τη λ. ανέπαφος με τη σημασία “αυτός που δεν έχει επαφή με το περιβάλλον του” (μεταφορικά βέβαια, αν και αυτή τη σημασία δεν τη βρίσκω στο slang.gr, οπότε ίσως τη λέω μόνο εγώ). Επειδή αποδόσεις του τύπου “μη επαφής/χωρίς επαφή” είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, η μόνη εναλλακτική λύση που βλέπω βιώσιμη είναι “ανεπαφικές κάρτες”. Κι αφού τα έγραψα όλα αυτά, γκουγκλίζω για να δω αν έχει ειπωθεί το ανεπαφικός και βλέπω ότι χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια π.χ. από τις υπηρεσίες της ΕΕ. Ίσως όμως να μην το κουβάλησα άδικα ως εδώ το κουκουβαγέλι, να πάρουμε τουλάχιστον είδηση ότι υπάρχει κι αυτή η απόδοση: ανεπαφικές κάρτες.
https://sarantakos.wordpress.com/2013/08/10/meze-78/
Ανεπαφικές προτείνει και η ΕΛΕΤΟ.
A contactless smart card is any pocket-sized card with embedded integrated circuits that can process and store data, and communicate with a terminal via radio waves.
http://en.wikipedia.org/wiki/Contactless_smart_card
(Ας βάλουμε και contactless smartcard, γιατί τη θεωρώ αναπόφευκτη την ένωση σε λέξη μία.)